Ο Παγκόσμιος Δείκτης Επισιτιστικής Ασφάλειας (GFSI) του Economist Impact, που φέτος κλείνει δέκα χρόνια, είναι ένα εργαλείο συγκριτικής αξιολόγησης που εξετάζει τους υποκείμενους παράγοντες και τις αιτίες της επισιτιστικής ασφάλειας, τόσο στις ανεπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες. Αξιολογεί πόσο αποτελεσματικά μια χώρα είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις θερμιδικές και διατροφικές ανάγκες του πληθυσμού της, ενώ εξετάζει επίσης τον αντίκτυπο εξωτερικών παραγόντων όπως οι γεωργικές υποδομές, η πολιτική σταθερότητα και οι κλιματικοί κίνδυνοι.
Ο GFSI εξετάζει τα ζητήματα της οικονομικής προσιτότητας των τροφίμων, της διαθεσιμότητας, της ποιότητας και της ασφάλειας, καθώς και των φυσικών πόρων και της ανθεκτικότητας σε ένα σύνολο 113 χωρών. Είναι ένα δυναμικό ποσοτικό και ποιοτικό μοντέλο συγκριτικής αξιολόγησης, που κατασκευάστηκε από 58 μοναδικούς δείκτες που μετρούν τους παράγοντες της επισιτιστικής ασφάλειας τόσο στις αναπτυσσόμενες όσο και στις ανεπτυγμένες χώρες.
Η Ελλάδα φέτος βρίσκεται στην 27η θέση ανάμεσα στις 113 χώρες. Με άριστα το 100, η Ελλάδα συγκέντρωσε μέσο όρο 73,3. Η βαθμολογία για την προσιτότητα των τιμών είναι 89, τη διαθεσιμότητα των προϊόντων είναι 59,6 (αρκετά χαμηλά) ενώ για το κομμάτι της ποιότητας και ασφάλειας είναι 89,5.
Στην πρώτη θέση βρίσκεται η Ιρλανδία, ενώ αξίζει να σημειωθεί πως 8 από τις 10 χώρες της κορυφής είναι στην Ευρώπη. Οι άλλες δύο που συμπληρώνουν την πρώτη δεκάδα είναι ο Καναδάς στην 7η θέση και οι ΗΠΑ στην 9η θέση.
Αντίστοιχα, στην τελευταία δεκάδα της λίστας, κυριαρχούν τα κράτη της υποσαχάριας Αφρικής, με 7 στα δέκα κράτη να ανήκουν στην περιοχή, και το Μπουρουντί να συγκεντρώνει βαθμολογία μόλις 34,67.
Μπορεί να ειπωθεί συμπερασματικά ότι οι βαθμολογίες GFSI σε όλα τα έθνη κορυφώθηκαν το 2019. Ακολούθησε μείωση τα τελευταία δύο χρόνια εν μέσω της πανδημίας Covid-19, των συγκρούσεων και της κλιματικής μεταβλητότητας. Αυτή η μείωση της βαθμολογίας GFSI έχει παρατηρηθεί σε όλες τις περιφέρειες και τα έθνη σε όλες τις διαφορετικές βαθμίδες εισοδήματος.
Υπάρχουν τρεις βασικές δράσεις που μπορούν να αναληφθούν για να προωθήσουν την πρόοδο και να βελτιώσουν την επισιτιστική ασφάλεια σε αυτή τη δεκαετία, την οποία ο ΟΗΕ έχει θεωρήσει “Δεκαετία Δράσης”.
Όπως δηλώνει η Pratima Singh, επικεφαλής του έργου για τον Παγκόσμιο Δείκτη Επισιτιστικής Ασφάλειας στο Economist Impact: «Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι εφαρμόζονται καλά στοχευμένα και αποτελεσματικά προγράμματα για την ασφάλεια των τροφίμων και να επικεντρωθούμε στη μείωση της ανισότητας στο εισόδημα και σε όλα τα φύλα. Πρέπει να επενδύσουμε στη μελλοντική απόδειξη της προσφοράς τροφίμων επενδύοντας στη γεωργική R&D και τεχνολογία. Και πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στη γεωργική προσαρμογή, μέσω εθνικών και περιφερειακών πολιτικών, και σχεδίων διαχείρισης κινδύνων καταστροφών, για την ανάπτυξη βιώσιμων συστημάτων παραγωγής τροφίμων και την εφαρμογή ανθεκτικών γεωργικών πρακτικών.»