Ανεπιθύμητες ουσίες και βαρέα μέταλλα θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την υγεία των καταναλωτών.
Η χρήση συμπληρωμάτων διατροφής -τα οποία πωλούνται χωρίς ιατρική συνταγή-, έχει αυξηθεί παγκοσμίως τις τελευταίες δεκαετίες, με περίπου 50-75% του πληθυσμού να τα καταναλώνει περιστασιακά και οι μισοί ααπό αυτούς τακτικά. Ο λόγος της αύξησης στις πωλήσεις είναι η διαδεδομένη πεποίθηση ότι τα φυτικά προϊόντα μπορούν να βοηθήσουν στην πρόληψη και θεραπεία διαφόρων ασθενειών.
Το ευρωπαϊκό νομοθετικό πλαίσιο απαιτεί ορισμένες λεπτομέρειες σχετικά με την επισήμανση των συμπληρωμάτων, συμπεριλαμβανομένης μιας δήλωσης σχετικά με τη συνιστώμενη ημερήσια δόση και μιας προειδοποίησης προς τους καταναλωτές να μην την υπερβαίνουν. Ωστόσο, η νομοθεσία για τα συμπληρώματα διατροφής δεν είναι τόσο αυστηρή όσο η νομοθεσία για τα συμβατικά φάρμακα.
Οι περισσότεροι καταναλωτές πιστεύουν ότι τα φυσικά προϊόντα δεν ενέχουν κινδύνους για την υγεία και ότι είναι ασφαλή αφού είναι ήδη διαθέσιμα στην αγορά. Υπενθυμίζεται πως πρόσφατα η Αρχή Ασφάλειας Τροφίμων της Γαλλίας δημοσίευσε γνώμη για τα φυτικά συμπληρώματα διατροφής υποστηρίζοντας πως μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο την υγεία λόγω πιθανών αλληλεπιδράσεων με φάρμακα, αντενδείξεων κ.λπ
Επιπλέον, ένα ευρύ φάσμα ουσιών που δυνητικά υπάρχουν στα συμπληρώματα θα μπορούσε να προκαλέσει μεγάλη ανησυχία για την υγεία των καταναλωτών. Σε μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Foods του mdpi, στο Ειδικό Τεύχος Εκτίμηση Κινδύνου Τροφίμων και Έλεγχος Κινδύνων Τροφίμων αξιολογήθηκε η ασφάλεια Φυτικών Συμπληρωμάτων Τροφίμων, σε σχέση με ανεπιθύμητες ουσίες και βαρέα μέταλλα.
Όπως αναφέρουν οι επιστήμονες, οι ουσίες αυτές, μπορεί να προέρχονται από τις πρώτες ύλες, το περιβάλλον όπου αναπτύχθηκε το φυτό, τη μόλυνση των γεωργικών εδαφών (ειδικά σε βιομηχανικές περιοχές και περιοχές υψηλής έντασης κυκλοφορίας), τα νερά άρδευσης ή την ατμόσφαιρα, καθώς και από τον εξοπλισμό κατασκευής, την επεξεργασία και υλικά συσκευασίας. Οι στοιχειώδεις ακαθαρσίες μπορεί επίσης να είναι συνέπεια της σκόπιμης προσθήκης συγκεκριμένων στοιχείων κατά τη διαδικασία παρασκευής, όπως οι καταλύτες. Άλλες πηγές μόλυνσης μπορεί να είναι υλικά που χρησιμοποιούνται σε εξοπλισμό ή σε επιφάνειες που έρχονται σε άμεση επαφή με τις πρώτες ύλες ή το τελικό προϊόν. Η διάβρωση ή η διαρροή μπορεί επίσης να οδηγήσει στην ενσωμάτωση επικίνδυνων χημικών ουσιών στο τελικό προϊόν, αλλά γενικά, οι πρώτες ύλες είναι οι πιο κοινές πηγές μόλυνσης. Πρόσθετες πηγές στοιχειακών ρύπων μπορεί να είναι το νερό, το οποίο χρησιμοποιείται στις περισσότερες διεργασίες ή στοιχεία θα μπορούσαν να προστεθούν ως ενεργά συστατικά προκειμένου να βελτιωθούν οι επιπτώσεις τους στην ανθρώπινη υγεία.
Ο κανονισμός 915/2023 της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), έχει θεσπίσει μέγιστες επιτρεπόμενες συγκεντρώσεις μόνο για τρία στοιχεία στα συμπληρώματα διατροφής: 3,0, 1,0 και 0,10 mg/kg για μόλυβδο (Pb), κάδμιο (Cd) και υδράργυρο (Hg) αντίστοιχα.
Πρόσφατες ερευνητικές μελέτες διερεύνησαν τους παράγοντες που σχετίζονται με τη στοιχειακή μόλυνση των συμπληρωμάτων διατροφής. Βρέθηκαν στατιστικά σημαντικές θετικές συσχετίσεις μεταξύ της μόλυνσης καδμίου και αρσενικού σε συμπληρώματα που περιέχουν βότανα (σε σύγκριση με συμπληρώματα μεταλλικών βιταμινών) καθώς και συμπληρωμάτων σε υγρό/σκόνη και δοσολογικές μορφές μαλακής γέλης (σε σύγκριση με δισκία, και κάψουλες). Από την άλλη πλευρά, η μόλυνση από μόλυβδο στην ίδια συλλογή συμπληρωμάτων έδειξε μια ισχυρή σχέση με τη χώρα προέλευσης: τα προϊόντα που κατασκευάζονται στην Ινδία και την ΕΕ συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο σε σύγκριση με προϊόντα που κατασκευάζονται στις ΗΠΑ, τον Καναδά και την Αυστραλία. Το συνολικό συμπέρασμα ήταν ότι η σύνθεση του συμπληρώματος, η μορφή δοσολογίας και η χώρα προέλευσης ήταν ισχυροί καθοριστικοί παράγοντες στοιχειακής μόλυνσης που μπορεί να αποδοθεί στον υψηλό αριθμό συστατικών ή στα βότανα που περιέχουν.
Οι ερευνητές ανέλυσαν 52 συμπληρώματα διατροφής: Η υπολογιζόμενη συνεισφορά στην επιτρεπόμενη ημερήσια έκθεση ήταν σύμφωνη με τις οδηγίες: έως και 46,8% για μόλυβδο (βρέφη), 67,2% για χαλκό (νήπια), 6,8% για αρσενικό (παιδιά προσχολικής ηλικίας) και 8,0% για υδράργυρο ( έφηβοι). Τα πηλίκα κινδύνου έδειξαν υψηλή έκθεση των νηπίων σε χαλκό (100,9%) και ψευδάργυρο (112,7%), αν και μόνο με ένα συμπλήρωμα, οι δείκτες κινδύνου κυμαίνονταν από 229 έως 105.
Με βάση το περιθώριο έκθεσης, τα As και Pb δεν ήταν ανησυχητικά για την ασφάλεια. Αντιστρόφως, το ποσοστό των συμπληρωμάτων που υπερέβαινε το αποδεκτό επίπεδο κινδύνου για καρκίνο κατά τη διάρκεια της ζωής, λόγω της έκθεσης σε αρσενικό κυμαινόταν από 41,9% στους εφήβους έως 54,3% στους ενήλικες. Βέβαια η μελέτη επισημαίνει πως τα περισσότερα στοιχεία ανήκουν σε πανταχού κατανεμημένους ρύπους, δηλαδή, θα μπορούσαν να βρεθούν σε αμέτρητα προϊόντα διατροφής, συμβάλλοντας στη συνολική έκθεση των καταναλωτών.
Τα ευρήματα από την τρέχουσα και άλλες δημοσιευμένες έρευνες υπογραμμίζουν την ανάγκη για αυστηρούς ελέγχους με βάση ένα ολοκληρωμένο νομοθετικό πλαίσιο που δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί για τα συμπληρώματα διατροφής, καθώς η ταυτόχρονη χρήση πολλαπλών συμπληρωμάτων για παρατεταμένο χρονικό διάστημα θα μπορούσε να εμβαθύνει περαιτέρω τις ανησυχίες για την υγεία.
Για να διαβάσετε τη μελέτη πατήστε ΕΔΩ.