Δικαιώθηκε η Lidl Ιρλανδίας μετά την προσφυγή της στο Ανώτατο Δικαστήριο με αφορμή έρευνα που είχε πραγματοποιηθεί το 2018 και αφορούσε τις τιμές σε 62 προϊόντα που πωλούνταν στις αλυσίδες σούπερ μάρκετ Aldi, Lidl, Tesco, SuperValu και Dunne’s Stores.
Η έρευνα είχε ανατεθεί από την Aldi στη Grant Thornton και σύμφωνα με το breakingnews.ie, βάσει αυτής, η Aldi είχε τις χαμηλότερες τιμές και μετά ακολουθούσε η Lidl. Ωστόσο, η τελευταία έκανε λόγο για σφάλμα κατά την πραγματοποίηση της έρευνας, ισχυριζόμενη ότι δεν συνέκρινε όμοια προϊόντα, ενώ σε πολλές περιπτώσεις οι υπό εξέταση τιμές των προϊόντων της Aldi δεν ήταν οι τελικές τιμές που συναντούσε ο καταναλωτής στο κατάστημα.
Γι’ αυτό το λόγο η Lidl ζήτησε την ακύρωση της έρευνας, ενώ υπέβαλε επίσημη καταγγελία στην Chartered Accountants Ireland (CAI), τον ρυθμιστικό φορέα για τους ορκωτούς λογιστές. Σε αυτή η αλυσίδα σουπερμάρκετ, έκανε λόγο για αποτελέσματα της έρευνας που «έθεσαν υπό αμφισβήτηση την ανεξαρτησία, την αντικειμενικότητα και την επαγγελματική ακεραιότητα της Grant Thornton». Η Grant Thornton αρνήθηκε τους ισχυρισμούς και αντιτάχθηκε στην καταγγελία.
Ο δικαστής Cian Ferriter έκρινε ότι η καταγγελία θα πρέπει να παραπεμφθεί για νέα επανεξέταση από την επιτροπή, η οποία απεφάνθη ότι παρά τις αδυναμίες στη μεθοδολογία, η έρευνα δεν φαινόταν να έχει ελαττώματα σε τέτοιο βαθμό που να ισοδυναμεί με μη – επαγγελματισμό εκ μέρους της Grant Thornton.
Ανεξάρτητη επανεξέταση της απόφασης της επιτροπής διαπίστωσε ότι όντως στην έρευνα δεν είχε γίνει σύγκριση τιμών σε παρόμοια προϊόντα και το θέμα γύρισε στη CAI για περαιτέρω διερεύνηση. Το 2020 σε απόφασή της η CAI κατέληξε ότι η Grant Thornton δεν είχε να απολογηθεί για κάτι.
Τότε η Lidl ζήτησε επανεξέταση από το Ανώτατο Δικαστήριο κινούμενη κατά τόσο της CAI όσο και της Ανεξάρτητης Επιτροπής Αναθεώρησης της CAI, με στόχο να ακυρώσει την απόφαση της επιτροπής.