Nέα μελέτη αποκαλύπτει πώς τα φυσιολογικά ερεθίσματα αλληλεπιδρούν με την κοινωνική θέση για να καθορίσουν πότε και πόσο τρώμε.
Μια καινοτόμος έρευνα που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Food Quality and Preference φωτίζει τη λεπτή, αλλά καθοριστική σχέση ανάμεσα στα εσωτερικά σήματα του σώματος και την κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα των ανθρώπων. Μέσα από ένα απλό πείραμα γευσιγνωσίας σοκολάτας, ερευνητές του Πανεπιστημίου Durham προσπαθούν να ερμηνεύσουν γιατί δεν τρώμε όλοι για τους ίδιους λόγους, ακόμη κι όταν το σώμα μας μιλάει.

Στο πλαίσιο της μελέτης, συμμετείχαν 96 φοιτητές από διαφορετικά κοινωνικοοικονομικά υπόβαθρα. Κάθε συμμετέχων κλήθηκε, σε ένα ελεγχόμενο εργαστηριακό περιβάλλον, να δοκιμάσει και να αξιολογήσει 70 κομμάτια σοκολάτας γάλακτος. Παράλληλα, οι επιστήμονες παρακολουθούσαν τη μεταβλητότητα του καρδιακού τους ρυθμού (HRV), μια ένδειξη της δραστηριότητας του νεύρου που διασυνδέει εγκέφαλο και πεπτικό σύστημα, ρυθμίζοντας την πείνα και τον κορεσμό.
Oι φοιτητές από πιο προνομιούχα κοινωνικά στρώματα εμφάνιζαν πιο έντονη αντιστοίχιση ανάμεσα στα εσωτερικά σήματα κορεσμού και στη συμπεριφορά κατανάλωσης σοκολάτας. Αντίθετα, στους συμμετέχοντες από χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, η σύνδεση ανάμεσα στη φυσιολογία και την ποσότητα σοκολάτας που κατανάλωσαν ήταν ασαφέστερη.
Ο καθηγητής Mario Weick, επικεφαλής της μελέτης, τονίζει ότι αν και το πνευμονογαστρικό νεύρο λειτουργεί για όλους με τον ίδιο τρόπο, η ικανότητά του να επηρεάζει τις διατροφικές επιλογές φαίνεται να επηρεάζεται από το κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο. Με άλλα λόγια, δεν έχουν όλοι την ίδια “πρόσβαση” στα σήματα του σώματός τους.
Σύμφωνα με τη συν-συγγραφέα καθηγήτρια Milica Vasiljevic, τα ευρήματα δεν ενισχύουν την άποψη πως άτομα από χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα τείνουν να τρώνε περισσότερο ή είναι πιο παρορμητικά. Αντίθετα, αναδεικνύεται η πολυπλοκότητα της διατροφικής συμπεριφοράς, η οποία φαίνεται να είναι λιγότερο ελεγχόμενη από εσωτερικά ερεθίσματα όταν το άτομο βρίσκεται σε συνθήκες κοινωνικής πίεσης ή ανασφάλειας.
Αν και η σοκολάτα χρησιμοποιήθηκε ως βασικό εργαλείο αξιολόγησης, τα συμπεράσματα της μελέτης μπορούν να επεκταθούν και σε άλλες διατροφικές συνήθειες. Το ερώτημα που τίθεται πλέον είναι πώς θα μπορούσαν αυτές οι γνώσεις να ενσωματωθούν σε στρατηγικές δημόσιας υγείας, που να αντιμετωπίζουν όχι μόνο την κακή διατροφή αλλά και τις ρίζες των διατροφικών ανισοτήτων.