Μείωση στις πωλήσεις οπωροκηπευτικών λόγω της υψηλής τιμής.
Όλο και λιγότερα φρέσκα φρούτα και λαχανικά αγοράζουν οι Γερμανοί, με την κατά κεφαλήν κατανάλωση να βρίσκεται σημαντικά κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και την αντίστοιχη σύσταση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Οι υψηλές τιμές επηρεάζουν τους τελευταίους μήνες τις συνήθειες των νοικοκυριών, επισημαίνει ο κλάδος.
Σύμφωνα με την Γερμανική Ένωση Εμπορίου Φρούτων και Λαχανικών, οι πολίτες στην Γερμανία καταναλώνουν το τελευταίο διάστημα λιγότερα φρέσκα φρούτα και λαχανικά εξαιτίας των αυξημένων τιμών. Η κατανάλωση βρίσκεται μάλιστα κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ενώ, με κατά κεφαλήν κατανάλωση 287 γραμμαρίων φρούτων και λαχανικών ημερησίως, απέχει και από την σχετική σύσταση του ΠΟΥ, για τουλάχιστον 400 γραμμάρια ημερησίως. «Η κατανάλωση των νοικοκυριών σε φρέσκα οπωροκηπευτικά μειώθηκε τους τελευταίους μήνες. Οι άνθρωποι έχουν λιγότερα χρήματα στο πορτοφόλι τους, κάνουν οικονομία στα τρόφιμα και προτιμούν να ξοδεύουν τα χρήματά τους αλλού και όχι σε φρέσκα φρούτα και λαχανικά», επισημαίνει ο διευθυντής της Ένωσης Αντρέας Μπρούγκερ, ενόψει της Έκθεσης «Fruit Logistica» που πραγματοποιείται από σήμερα στο Βερολίνο.
Ο πληθωρισμός στην Γερμανία μειώθηκε τον Ιανουάριο στο 2,9%, ωστόσο οι τιμές τροφίμων αυξήθηκαν και πάλι με ρυθμό 3,8% σε σχέση με την περσινή περίοδο. Σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία, ο δείκτης τιμών των τροφίμων έχει αυξηθεί από το 2022 κατά περίπου 30%.
Σύμφωνα με την Ένωση Εμπορίου Φρούτων και Λαχανικών, οι μεταποιητικές εταιρίες του κλάδου δεν έχουν να αντιμετωπίσουν μόνο τον υψηλό πληθωρισμό, αλλά και την γραφειοκρατία. «Οι εταιρίες μας πνίγονται στη γραφειοκρατία και στις απαιτήσεις τεκμηρίωσης ποιότητας. Αυτό κάνει τα προϊόντα πιο ακριβά, δεν βελτιώνει την ποιότητά τους», επισήμανε ο κ. Μπρούγκερ και εξήγησε ότι πέρυσι παρήχθησαν στην Γερμανία 5,2 εκατομμύρια τόνοι φρούτων και λαχανικών, αλλά τα δύο τρίτα των φρέσκων οπωροκηπευτικών στα καταστήματα προέρχονται από εισαγωγές. Ενδεικτικά, από την Ισπανία εισήχθησαν πέρυσι 21,5 εκατομμύρια τόνοι και από την Ιταλία 17,4 εκατομμύρια τόνοι.
ΑΠΕ