Η Κοινή Αγροτική Πολιτική – ΚΑΠ παρέχει προστιθέμενη αξία στην ΕΕ, καθορίζοντας υψηλότερο επίπεδο φιλοδοξίας από αυτό που θα μπορούσε να είναι διαθέσιμο στο πλαίσιο μιας καθαρά εθνικής προσέγγισης, απαιτώντας ελάχιστα επίπεδα χρηματοδοτικής στήριξης και υποστηρίζοντας την ανταλλαγή γνώσεων μεταξύ των κρατών μελών.
Ωστόσο, οι δυνατότητες της ΚΑΠ για την αντιμετώπιση της βιώσιμης διαχείρισης των φυσικών πόρων δεν αξιοποιήθηκαν πλήρως κατά την περίοδο 2014-2020. Τα κράτη μέλη δεν διέθεσαν επαρκή χρηματοδότηση στα πλέον στοχευμένα μέτρα και/ή επέλεξαν μια μινιμαλιστική προσέγγιση για τις συνθήκες συμμόρφωσης. Αυτά είναι μεταξύ των βασικών ευρημάτων από την «Αξιολόγηση των επιπτώσεων της κοινής γεωργικής πολιτικής στη βιοποικιλότητα, το έδαφος και τα ύδατα (φυσικοί πόροι)»που δημοσιεύθηκε σήμερα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Με βάση τρεις εξωτερικές μελέτες για τη βιοποικιλότητα, το έδαφος και τα ύδατα, μια αντίστοιχη δημόσια διαβούλευση, η αξιολόγηση επιβεβαιώνει τις σχετικές επιλογές πολιτικής που προτείνονται για την ΚΑΠ μετά το 2020. Αυτές περιλαμβάνουν μια πιο στρατηγική προσέγγιση για τη βελτίωση της στόχευσης, της συνέπειας της προσέγγισης και των συνολικών επιδόσεων, καθώς και βελτιωμένη χρηματοδότηση και κίνητρα για τη βελτίωση του αντίκτυπου της ΚΑΠ στους φυσικούς πόρους, σύμφωνα με τη φιλοδοξία της Πράσινης Συμφωνίας.
Η αξιολόγηση επιβεβαιώνει τη συνεχιζόμενη συνάφεια του στόχου της ΚΑΠ για την αντιμετώπιση της βιώσιμης διαχείρισης των φυσικών πόρων. Αναγνωρίζει τις δυνατότητες της ΚΑΠ να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τους στόχους βιώσιμης διαχείρισης, παρέχοντας εκτεταμένη προστασία μέσω της πολλαπλής συμμόρφωσης, των υποχρεώσεων οικολογικού περιβάλλοντος και των πιο στοχευμένων εθελοντικών δεσμεύσεων στο πλαίσιο της στήριξης της αγροτικής ανάπτυξης.
Η αξιολόγηση κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι η ΚΑΠ μπορεί να αποτρέψει την εγκατάλειψη της γης και να επιβραδύνει την εξειδίκευση των γεωργικών συστημάτων, συμβάλλοντας στη διατήρηση της διαφοροποιημένης χρήσης της γης, της γεωργίας και των μόνιμων βοσκοτόπων.
Παρά το καλό επίπεδο εσωτερικής και εξωτερικής συνοχής μεταξύ των συστημάτων της ΚΑΠ και των μέτρων για την αντιμετώπιση της βιώσιμης διαχείρισης, η αξιολόγηση εντοπίζει και έναν περιορισμένο αριθμό ασυνεπειών.