Οι αλλαγές στις καιρικές συνθήκες συμβάλλουν στη διάδοση της επικίνδυνης διαρροϊκής νόσου.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστημίου του Surrey, η κλιματική αλλαγή διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην εξάπλωση της σαλμονέλας, μιας από τις κύριες αιτίες τροφιμογενών λοιμώξεων. Η μελέτη αυτή επιβεβαιώνει προηγούμενα ευρήματα της ερευνητικής ομάδας, τα οποία είχαν ήδη δείξει ότι οι αλλαγές στις καιρικές συνθήκες συμβάλλουν στη διάδοση της επικίνδυνης διαρροϊκής νόσου.
Η έρευνα, που πραγματοποιήθηκε από ειδικούς της Κτηνιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Surrey, εξέτασε την επίδραση διαφόρων καιρικών παραγόντων στη μετάδοση της σαλμονέλας. Η λοίμωξη αυτή αποτελεί σημαντική απειλή για τη δημόσια υγεία στην Ευρώπη, καθώς ευθύνεται για το ένα τρίτο των τροφιμογενών κρουσμάτων.
Η σαλμονέλα είναι ένα βακτήριο που μπορεί να προκαλέσει σοβαρή τροφική δηλητηρίαση. Ζει στο πεπτικό σύστημα των ανθρώπων και των ζώων και μπορεί να μεταδοθεί μέσω τροφίμων που δεν έχουν υποστεί σωστή θερμική επεξεργασία ή έχουν έρθει σε επαφή με μολυσμένες επιφάνειες. Τα συμπτώματα της λοίμωξης περιλαμβάνουν διάρροια, πυρετό και έντονες στομαχικές κράμπες, με τις επιπτώσεις να είναι πιο σοβαρές σε περιοχές όπου η υγιεινή και οι συνθήκες καθαριότητας είναι ελλιπείς.
Η μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Journal of Infection, βασίστηκε στη σύγκριση δεδομένων της Υπηρεσίας Ασφάλειας Υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου (UKHSA) για τα επιβεβαιωμένα κρούσματα σαλμονέλας στην Αγγλία και την Ουαλία από το 2000 έως το 2016, με τα μετεωρολογικά δεδομένα της Met Office για την ίδια περίοδο. Οι ερευνητές εξέτασαν 14 διαφορετικούς καιρικούς παράγοντες, δημιουργώντας μια ολοκληρωμένη εικόνα της σχέσης μεταξύ των καιρικών συνθηκών και της συχνότητας των λοιμώξεων.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι συγκεκριμένες καιρικές συνθήκες συμβάλλουν στην αύξηση των κρουσμάτων σαλμονέλας. Πιο συγκεκριμένα, οι υψηλές θερμοκρασίες (πάνω από 10°C), η αυξημένη σχετική υγρασία, η θερμοκρασία σημείου δρόσου (7-10°C) και η μεγαλύτερη διάρκεια της ημέρας (πάνω από 12-15 ώρες) βρέθηκαν να σχετίζονται με υψηλότερα ποσοστά μολύνσεων, ανεξάρτητα από τη γεωγραφική περιοχή.
Η αξιοπιστία αυτών των συμπερασμάτων ενισχύθηκε περαιτέρω μέσω της ανάλυσης δεδομένων από την Ολλανδία, τα οποία επιβεβαίωσαν τις ίδιες τάσεις.