Γιατί η Γαλλία την κατατάσσει στους ενδοκρινικούς διαταράκτες και απαιτεί ειδική επισήμανση στα τρόφιμα που την περιέχουν.
Στις 25 Οκτωβρίου 2021, η Γαλλία κοινοποίησε στην Επιτροπή και στα κράτη μέλη σχέδιο διαταγής με το οποίο ταξινομεί την κύρια μορφή βιταμίνης D, τη χοληκαλσιφερόλη, στον κατάλογο των ουσιών που προκαλούν πολύ μεγάλη ανησυχία (SVHC) ως ενδοκρινικούς διαταράκτες. Με την απόφαση αυτή η Γαλλία ουσιαστικά εξίσωσε την βιταμίνη D με επικίνδυνες χημικές ουσίες όπως η δισφαινόλη A (BPA) η χρήση της οποίας έχει απαγορευτεί λόγω σοβαρού κινδύνου για τον ανθρώπινο οργανισμό αλλά και οι φθαλικές ενώσεις. Η Γαλλία αγνόησε την γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφάλειας Τροφίμων EFSA ότι η πρόσληψη βιταμίνης D στους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς είναι «ανεπαρκής σε μεγάλο ποσοστό παιδιών και ενηλίκων» αν και «παίζει σημαντικό ρόλο στον οργανισμό».
Τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και η Αρχή Ασφάλειας τροφίμων της Γαλλίας ANSES, απάντησαν πως η χοληκαλσιφερόλη δεν αναγνωρίστηκε μεταξύ των ουσιών που προκαλούν πολύ μεγάλη ανησυχία, δεν πρέπει να θεωρείται ως ενδοκρινικός διαταράκτης και πως η βιταμίνη D3 δεν πρέπει να ενταχθεί στον κατάλογο των ουσιών που πρέπει να αναφέρονται ως ενδοκρινικοί διαταράκτες στα τρόφιμα, ως μέρος της εφαρμογής του γαλλικού νόμου AGEC. Ο νόμος Agec, προβλέπει την ενημέρωση του καταναλωτή για την παρουσία σε ένα προϊόν οποιασδήποτε ουσίας που θεωρείται ενδοκρινικός διαταράκτης.
Βέβαια η ANSES επισημαίνει πως εάν η πρόσληψη είναι πολύ υψηλή, η ενδοκρινική ισορροπία διαταράσσεται επειδή η βιταμίνη D συμπεριφέρεται σαν ορμόνη και τονίζει επίσης ότι έχουν ήδη παρατηρηθεί σοβαρές επιδράσεις στον άνθρωπο μετά από υπερβολικές δόσεις βιταμίνης D. Μετά τη χρήση συμπληρωμάτων διατροφής εμπλουτισμένων με βιταμίνη D, τα μικρά παιδιά έχουν αναπτύξει υπερασβεστιαιμία (υπερβολικά επίπεδα ασβεστίου στο αίμα) με αποτέλεσμα: νεφρική βλάβη όπως λιθίαση / νεφροασβεστίωση (εναπόθεση ασβεστίου στους νεφρούς). Η ANSES τονίζει, ωστόσο, ότι οι δόσεις χοληκαλσιφερόλης που χρησιμοποιούνται σε βιοκτόνα για την εξάλειψη των τρωκτικών είναι πολύ υψηλότερες από τις δόσεις βιταμίνης D που παρέχονται από την κοινή δίαιτα, συμπεριλαμβανομένων των τροφών εμπλουτισμένων με βιταμίνη D.
Τι είναι οι ενδοκρινικοί διαταράκτες
Το ενδοκρινικό σύστημα είναι ένα πολύπλοκο δίκτυο επικοινωνίας μεταξύ του νευρικού συστήματος και των βασικών σωματικών λειτουργιών όπως η αναπαραγωγή, η ανοσία, ο μεταβολισμός και η συμπεριφορά.
Μελέτες υποδεικνύουν ότι ορισμένες χημικές ουσίες που επιδρούν στα ορμονικά μας συστήματα μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά τον μεταβολισμό, την ανάπτυξη, τον ύπνο, ακόμη και τη διάθεσή μας. Οι εν λόγω χημικές ουσίες, γνωστές ως ενδοκρινικοί διαταράκτες, είναι κυρίως τεχνητές ουσίες και απαντούν σε υλικά όπως τα φυτοφάρμακα, τα μέταλλα, τα πρόσθετα ή ως ρύποι στα τρόφιμα και στα καλλυντικά προϊόντα.
Οι αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία που μπορεί να προκληθούν από τους ενδοκρινικούς διαταράκτες περιλαμβάνουν μείωση του αριθμού των σπερματοζωαρίων και καρκίνο των όρχεων στους άνδρες, επιδράσεις στο νευρικό και ανοσοποιητικό σύστημα, καθώς και αυξημένο αριθμό άρρενων παιδιών που γεννιούνται με δυσπλασίες των γεννητικών οργάνων.
Πρόσφατη έρευνα κατέδειξε επίσης ότι οι ενδοκρινικοί διαταράκτες μπορούν να επηρεάσουν τα συστήματα που ελέγχουν την ανάπτυξη του σωματικού λίπους και την αύξηση του βάρους. Επιπλέον, τα αυξημένα ποσοστά νευροσυμπεριφορικών διαταραχών όπως η δυσλεξία, η νοητική υστέρηση, ο αυτισμός και η ADHD (διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας – ΔΕΠΥ) έχουν συσχετισθεί με έκθεση σε ενδοκρινικούς διαταράκτες.
Μπορούμε να εκτεθούμε σε ενδοκρινικούς διαταράκτες μέσω της τροφής, της σκόνης, του νερού, καθώς και μέσω της εισπνοής αερίων και σωματιδίων που βρίσκονται στον αέρα, ή απλώς μέσω της επαφής με το δέρμα, για παράδειγμα κατά την εφαρμογή προϊόντων προσωπικής φροντίδας.
Ενίοτε, οι επιδράσεις ενός ενδοκρινικού διαταράκτη δεν γίνονται αντιληπτές παρά μόνο μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα από την έκθεση. Για παράδειγμα, η έκθεση των εμβρύων σε μια τέτοια ουσία μπορεί να έχει αρνητικές επιδράσεις στην υγεία τους όταν ενηλικιωθούν. Και μάλιστα οι επιδράσεις αυτές μπορούν επίσης να κληρονομηθούν στις μελλοντικές γενιές.
Ουσίες που εικάζεται ότι μπορεί να είναι ενδοκρινικοί διαταράκτες απαντούν σε προϊόντα καθημερινής χρήσης όπως πλαστικές φιάλες, παιχνίδια, μεταλλικά δοχεία τροφίμων, ηλεκτρονικές συσκευές, καλλυντικά προϊόντα, φυτοφάρμακα και απορρυπαντικά.