Η ανάγκη για φορολόγηση των ζαχαρούχων ποτών σύμφωνα με διεθνή πρότυπα.
Η υπερκατανάλωση ζάχαρης αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα διατροφικά προβλήματα της εποχής μας, με σοβαρές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία.
Στην Αυστρία, εκατομμύρια παιδιά και ενήλικες είναι υπέρβαροι, αντιμετωπίζοντας αυξημένο κίνδυνο για διαβήτη τύπου 2, καρδιαγγειακές παθήσεις και άλλες μη μεταδοτικές ασθένειες. Ένας από τους βασικούς “ενόχους” είναι τα ζαχαρούχα ποτά, τα οποία καταναλώνονται σε μεγάλες ποσότητες, ειδικά από νεότερες ηλικίες.
Η οργάνωση foodwatch καλεί τη νέα αυστριακή ομοσπονδιακή κυβέρνηση να προχωρήσει στην επιβολή ειδικού φόρου ζάχαρης στα γλυκά αναψυκτικά, ακολουθώντας το παράδειγμα περισσότερων από 50 χωρών που έχουν ήδη εφαρμόσει αντίστοιχα μέτρα. Η πρόταση προβλέπει τη φορολόγηση των ποτών με βάση την ποσότητα ζάχαρης που περιέχουν, με στόχο όχι απλώς την αντικατάστασή της με τεχνητά γλυκαντικά, αλλά τη συνολική μείωση της περιεκτικότητάς τους σε ζάχαρη.
Οι κίνδυνοι για την υγεία
Το ανθρώπινο σώμα δεν έχει ανάγκη από τη ζάχαρη που προσλαμβάνεται μέσω της διατροφής. Ο εγκέφαλος χρειάζεται γλυκόζη για τη λειτουργία του, αλλά ο οργανισμός μπορεί να την παράγει από σύνθετους υδατάνθρακες, όπως το ψωμί, τα ζυμαρικά και οι πατάτες. Γι’ αυτό, η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA) συνιστά: όσο λιγότερη ζάχαρη, τόσο το καλύτερο.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) προτείνει η ημερήσια πρόσληψη ελεύθερων σακχάρων να μην υπερβαίνει το 10% της συνολικής ενεργειακής πρόσληψης, ενώ τονίζει ότι το ιδανικό είναι να περιορίζεται στο 5%. Αυτό μεταφράζεται σε μέγιστη κατανάλωση 50 γραμμαρίων ημερησίως για τους ενήλικες, με την ιδανική πρόσληψη να κυμαίνεται κάτω από τα 25 γραμμάρια.
Στην πράξη, όμως, η καθημερινή πρόσληψη ζάχαρης υπερβαίνει κατά πολύ αυτά τα όρια. Τα ζαχαρούχα ποτά, όπως τα αναψυκτικά, τα ενεργειακά ποτά και τα φρουτοποτά, αποτελούν μία από τις κύριες πηγές κρυφής ζάχαρης στη διατροφή, καθώς ένα μόνο κουτάκι αναψυκτικού μπορεί να περιέχει έως και 40 γραμμάρια, σχεδόν τη συνολική ποσότητα που προτείνεται ως μέγιστη ημερήσια πρόσληψη.
Η αύξηση βάρους είναι μόνο η πιο εμφανής συνέπεια της υπερβολικής κατανάλωσης ζάχαρης. Υπάρχουν, ωστόσο, πολλές “αόρατες” επιπτώσεις που συχνά υποτιμώνται. Ακόμα και άτομα με φυσιολογικό βάρος μπορεί να εμφανίσουν μεταβολικά προβλήματα, όπως αυξημένη αντίσταση στην ινσουλίνη, η οποία οδηγεί σε διαβήτη τύπου 2.
Η υπερβολική ζάχαρη που δεν καταναλώνεται από τον οργανισμό αποθηκεύεται ως λίπος. Με την πάροδο του χρόνου, τα αποθέματα αυτά αυξάνονται, προκαλώντας χρόνια παχυσαρκία, αυξημένη χοληστερόλη, υπέρταση και φλεγμονώδεις αντιδράσεις. Αυτές οι καταστάσεις αποτελούν σημαντικούς παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακές παθήσεις, που παραμένουν η πρώτη αιτία θανάτου στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες.
Επιπλέον, η κατανάλωση ζάχαρης επηρεάζει τον εγκέφαλο, ενεργοποιώντας τα κέντρα ανταμοιβής με τρόπο παρόμοιο με αυτόν που δρουν οι εθιστικές ουσίες. Αυτή η διαδικασία δημιουργεί μια αίσθηση ευχαρίστησης, ενισχύοντας τη συνεχή κατανάλωση και οδηγώντας σε εθιστικές συμπεριφορές, ιδιαίτερα σε παιδιά και εφήβους.