Της Δώρας Βλάχου
Άνοιγε ο πατέρας μου την πόρτα της εισόδου, με μια σκουρόχρωμη σακούλα στο χέρι κι έλεγε με ύφος αυστηρό: «Ήρθα! Τι συμβαίνει εδώ?» Αυτό το δήθεν ψαρωτικό αστείο της μεσημεριανής προσέλευσής του στο σπίτι, μαζί με το γεγονός ότι γελούσαν και τα μουστάκια του καθώς πλησίαζε στον πάγκο της κουζίνας, συν ότι η σακούλα ήταν ζωντανή και χοροπηδούσε στα χέρια του, πρόδιδαν το γεγονός : Έφερες καβούριαααααα!!! Τότε ξεσπούσε σε γέλια τρανταχτά, αναποδογύριζε τη σακούλα και στο σπίτι γινόταν πανικός! Τα καβουράκια έτρεχαν προς όλες τις κατευθύνσεις με γρήγορες, ζωηρές, χορευτικές κινήσεις κι εμείς ουρλιάζαμε σχεδόν υστερικά από χαρά αλλά και δέος για αυτό το έμβιο θαύμα που αιχμαλωτίστηκε μέσα στο ίδιο μας το σπίτι. Καθώς τα καβούρια έτρεχαν πανικόβλητα , με αυτό τον αστείο βηματισμό επάνω στον πάγκο της κουζίνας, πολλά έπεφταν μέσα στο νεροχύτη, άλλα κρύβονταν πίσω από τη φρουτιέρα και άλλα βουτούσαν από ύψος 70 εκατοστών κι έτρεχαν στις παρκεταρισμένες μαρμαρίνες της κουζίνας, επιχειρώντας να δραπετεύσουν . Από εκεί, όμως, δεν γλύτωνε κανείς. Είχε περάσει από πάνω τους η παρκετέζα – φονιάς της μαμάς μου. Το τέλος τους, ήταν προδιαγεγραμμένο. Είτε από βράσιμο θα πήγαιναν, είτε από παρκέ.
Κάπως έτσι, λοιπόν, τα καβούρια έγιναν η αγαπημένη μου παιχνιδιάρικη ανάμνηση αλλά και η τροφή που συνδέει την ενήλικη ψυχή μου με εκείνο το κοριτσάκι που κυνηγούσε τα καβούρια στις μαρμαρίνες.
Αυτό το καβουροσκηνικό, στηνόταν συχνά στο σπίτι μας. Συνεπακόλουθα , λοιπόν κι εγώ έγινα expert στο μαγείρεμά τους! Για αυτή τη δεξιοτεχνία μου, οι φίλοι μου λένε πως στα καβούρια είμαι… μανούλα! Κάποιοι με λένε και καβουρομάνα!