Το βάδισμα και η σωματική δραστηριότητα, το καλύτερο και φθηνότερο φάρμακο για μικρούς και μεγάλους, τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο ομότιμος καθηγητής και τ. πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου «Η Άσκηση είναι Φάρμακο-Ελλάς» Γ. Κουτεντάκης.
«Το βάδισμα, και η σωματική δραστηριότητα γενικότερα, είναι το καλύτερο (και φθηνότερο) φάρμακο για μικρούς και μεγάλους, με μηδαμινές -σε αντίθεση με την πλειονότητα των σύγχρονων φαρμάκων-παρενέργειες. Άλλωστε η εξέλιξη του ανθρώπινου σώματος έχει βασιστεί στην ανάγκη για κίνηση, δηλαδή για βάδιση και, φυσικά, τρέξιμο. Ανεπαρκή επίπεδα σωματικής δραστηριότητας οδηγούν σε ανατροπές σταθερών που αφορούν την υγεία και ποιότητα ζωής πολλών συνανθρώπων μας». Αυτά τονίζει στο Αθηναϊκό- Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο ομότιμος καθηγητής και τ. πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου «Η Άσκηση είναι Φάρμακο-Ελλάς» Γιάννης Κουτεντάκης.
«Ας πάρουμε ως παράδειγμα», σημειώνει ο ίδιος, «την παιδική παχυσαρκία, η οποία έχει μετατρέψει τους νέους μας σε παγκόσμιους πρωταθλητές. Έχει βρεθεί ότι η ανεπαρκής σωματική δραστηριότητα εξηγεί περίπου το 65% των κρουσμάτων παιδικής παχυσαρκίας στη χώρα, και μόνο το 18-20% των κρουσμάτων αυτών έχουν συνδεθεί με την κακή διατροφή ή άλλους παράγοντες. Ειδικότερα, μέχρι και το 30% των νέων κάτω των 18 ετών που σήμερα ζουν στον ελλαδικό χώρο είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα. Καθώς όμως το 70% των υπέρβαρων παιδιών και εφήβων θα γίνουν υπέρβαροι ή παχύσαρκοι ενήλικες, με το ποσοστό να αυξάνεται στο 80% αν ένας εκ των δύο γονέων είναι ήδη υπέρβαρος ή παχύσαρκος, με όλες τις αρνητικές επιπτώσεις στην ατομική και δημόσια υγεία αλλά και με τεράστιες κοινωνικές προεκτάσεις, γίνεται αντιληπτό ότι η έγκαιρη και αποτελεσματική αντιμετώπιση της επιδημίας θα πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα των κυβερνήσεων που επενδύουν σοβαρά στο μέλλον».
«Ακόμα και τα φαινόμενα νεανικής παραβατικότητας, που τα τελευταία χρόνια ταλανίζουν την κοινωνία μας -οι ανήλικοι που απασχόλησαν τις αστυνομικές αρχές της χώρας το 2023 υπερβαίνει τους 10.700, με έναν στους τέσσερις να έχει ηλικία 8-14 ετών- θα μπορούσαν να περιοριστούν μέσω προγραμμάτων σωματικής δραστηριότητας. Και τούτο διότι η σωματική δραστηριότητα και το παιχνίδι είναι πολύ πιο κοντά στη φύση και στις βιολογικές ανάγκες των νέων, από οποιαδήποτε άλλη μέθοδο ελέγχου παραβατικών συμπεριφορών. Παίζοντας το παιδί και ο νέος, αυτοπροσδιορίζεται, μαθαίνει να εφαρμόζει κανονισμούς και να αναγνωρίζει όρια, καλλιεργεί την ευγενή άμιλλα, αναπτύσσει μηχανισμούς αυτοελέγχου, εκτονώνεται και, μέσω της απελευθέρωσης ενδορφινών, δημιουργούνται συνθήκες ευφορίας και ευεξίας», τονίζει ο κ. Κουτεντάκης.
Συνεχίζοντας ο ομότιμος καθηγητής εξηγεί ότι «οι περισσότερες μη μεταδιδόμενες ασθένειες (π.χ., καρδιαγγειακά και μεταβολικά νοσήματα, καρκίνος, νευροεκφυλιστικές διαταραχές) που απορρόφησε σχεδόν το 10% του ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ένωσης του 2020, και ευθύνονται για πάνω από 38 εκατομμύρια θανάτους ετησίως σε όλο τον πλανήτη, συνδέονται εμμέσως ή αμέσως με ένα τρόπο ζωής που έχει υποβαθμίσει τη σημασία της σωματικής δραστηριότητας. Γνωρίζουμε όμως ότι η συστηματική σωματική δραστηριότητα μπορεί να περιορίσει, για παράδειγμα, μέχρι και 90% τις πιθανότητες εμφάνισης άνοιας στις γυναίκες, ενώ ασκήσεις χορού και μυϊκής ενδυνάμωσης βελτιώνουν την καθημερινότητα ατόμων που πάσχουν από τη νόσο του Πάρκινσον. Ο κεντρικός ρόλος της σωματικής δραστηριότητας στην υγεία φαίνεται και από το γεγονός ότι υπέρβαρα άτομα που ασκούνται παρουσιάζουν μικρότερη προδιάθεση για ανάπτυξη σοβαρών παθήσεων, σε σχέση με αδρανή άτομα φυσιολόγου βάρους».
«Τα θετικά οφέλη της σωματικής δραστηριότητας θα μπορούσαν να επιτευχθούν μέσω μίας απλής διαδικασίας, όπου μικρά διαστήματα άσκησης (π.χ. περπατώ για να πάω στο σχολείο, χρησιμοποιώ τις σκάλες του σπιτιού μου, κλπ) προσθέτονται μεταξύ τους έτσι ώστε να καλυφθεί η απαιτούμενη δοσολογία που, σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, είναι 8-10 χιλιάδες βήματα ημερησίως παίζοντας ή περπατώντας, με έναν ρυθμό περίπου 100 βημάτων το λεπτό. Τέλος, να θυμίσουμε ότι η μυϊκή ενδυνάμωση δεν θα πρέπει να απουσιάζει από το εβδομαδιαίο ασκησιολόγιο, κυρίως σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας», καταλήγει τονίζοντας ο ομότιμος καθηγητής Γιάννης Κουτεντάκης.
ΑΠΕ-ΜΠΕ