Μια διατροφική παρέμβαση σε ενήλικες με υπέρβαρο ή παχυσαρκία οδηγεί σε απώλεια βάρους ανεξάρτητα από τη σύνθεση μακροθρεπτικών συστατικών.
Ο επιπολασμός της παχυσαρκίας αυξάνεται σε παγκόσμιο επίπεδο και στην Ελλάδα το 2019, σύμφωνα με την Παγκόσμια Ομοσπονδία Παχυσαρκίας, περίπου το 50% και το 17% των ανδρών παρουσίαζαν υπέρβαρο και παχυσαρκία, αντίστοιχα, ενώ οι αντίστοιχες τάσεις για τις γυναίκες ήταν 16,6% και 32,6%.
Η παχυσαρκία ως πάθηση είναι ένας σημαντικός παράγοντας κινδύνου για μια σειρά χρόνιων ασθενειών, συμπεριλαμβανομένων του διαβήτη τύπου 2, των καρδιαγγειακών παθήσεων και ορισμένων μορφών καρκίνου. Η αποτελεσματική αντιμετώπιση της παχυσαρκίας απαιτεί πολύπλευρες στρατηγικές, μεταξύ των οποίων κρίσιμο ρόλο παίζουν οι διατροφικές παρεμβάσεις.
Διάφορα διατροφικά σχήματα, από χαμηλούς υδατάνθρακες έως χαμηλές σε λιπαρά και ισορροπημένες συνθέσεις μακροθρεπτικών συστατικών, έχουν προταθεί και μελετηθεί εκτενώς. Οι παρεμβάσεις για τη διαχείριση βάρους στην Ελλάδα ευθυγραμμίζονται με αυτές που προτείνονται στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο, όπου οι πρακτικές επικεντρώνονται κυρίως στην απώλεια βάρους μέσω υποθερμιδικών ή περιοριστικών διατροφικών σχημάτων, συστάσεων άσκησης, φαρμάκων κατά της παχυσαρκίας και πολλών ψηφιακών πρωτοβουλιών υγείας. Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα αυτών των παρεμβάσεων συχνά αποδεικνύεται ανεπαρκής με τα ποσοστά επιτυχίας για την απώλεια βάρους και τη μακροχρόνια διατήρησή της να ποικίλλουν ευρέως μεταξύ των ατόμων, λόγω της πολύπλοκης αλληλεπίδρασης γενετικών, περιβαλλοντικών και συμπεριφορικών παραγόντων.
Πειραματική μελέτη Ελλήνων επιστημόνων, που δημιοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Nutrients, είχε στόχο να διερευνήσει τον ρόλο της σύνθεσης μακροθρεπτικών συστατικών και τις πιθανές αλληλεπιδράσεις γονιδίου-διατροφής στην απώλεια βάρους μεταξύ 202 Ελλήνων ενηλίκων υπέρβαρών ή παχύσαρκων, χωρίς προβλήματα υγείας. Αυτή είναι η η πρώτη μελέτη που διερευνά μια υποθερμιδική παρέμβαση με διαφορετική περιεκτικότητα σε μακροθρεπτικά συστατικά σε Έλληνες ενήλικες.
Για τρείς μήνες οι 94 από τους συμμετέχοντες στη μελέτη, έλαβαν υποθερμιδική δίαιτα με υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες (40% της συνολικής ενεργειακής πρόσληψης από υδατάνθρακες, 30% πρωτεΐνη και 30% λίπος), και 108 έλαβαν δίαιτα πλούσια σε υδατάνθρακες (60% της ενεργειακής πρόσληψης από υδατάνθρακες, 18% πρωτεΐνη και 22% λιπαρά) , επίσης υποθερμιδική.
Μετά τους τρείς μήνες όσοι ολοκλήρωσαν την διατροφική παρέμβαση (83) παρουσίασαν στατιστικά σημαντικές μειώσεις στο βάρος (μέση μείωση 2,68 kg) για όλους τους συμμετέχοντες), χωρίς διαφοροποιήσεις στις δύο ομάδες δίαιτας, ενώ η αξιολόγηση του πιθανού ρόλου της γενετικής προδιάθεσης, δεν έδειξε στατιστικά σημαντικές επιδράσεις .
Ενώ τα παρόντα ευρήματα ευθυγραμμίζονται με μεγαλύτερες μελέτες όπως το POUNDS Lost και το DIETFITS, τονίζουν επίσης το μοναδικό πλαίσιο του ελληνικού πληθυσμού, προσφέρονταςς πολύτιμες γνώσεις στον παγκόσμιο λόγο για τη διαχείριση της παχυσαρκίας. Η μελλοντική έρευνα –καταλήγει η μελέτη- θα πρέπει να συνεχίσει να διερευνά τις πολύπλευρες επιρροές στην απώλεια βάρους, ενσωματώνοντας μεγαλύτερες και πιο διαφορετικές κοόρτες και αξιολογώντας τη γενετική προδιάθεση μέσω της χρήσης βαθμολογιών πολυγονιδιακού κινδύνου για να βελτιώσουμε την κατανόησή μας για αποτελεσματικές διατροφικές παρεμβάσεις. Αγκαλιάζοντας μια ολιστική προοπτική που λαμβάνει υπόψη γενετικούς, περιβαλλοντικούς και συμπεριφορικούς παράγοντες, μπορούμε να ενισχύσουμε την αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων απώλειας βάρους και τελικά να βελτιώσουμε τα αποτελέσματα της δημόσιας υγείας.
Για να διαβάσετε τη μελέτη πατήστε ΕΔΩ.
Αναφορά: Καφύρα Μ, Καλαφάτη Ι.Π., Στεφάνου Γ, Κουρλάμπα Γ, Μούλος Π, Βαρλάμης Ι, Καλιώρα Α.Σ., Δεδούσης Γ.Β. Μια διατροφική παρέμβαση σε ενήλικες με υπέρβαρα ή παχυσαρκία οδηγεί σε απώλεια βάρους ανεξάρτητα από τη σύνθεση των μακροθρεπτικών συστατικών. Θρεπτικά συστατικά . 2024; 16(17):2842.