H ανάγκη τη αύξησης της παραγωγικότητας και παράλληλης μείωσης του κόστους των τροφίμων.
Η JBS S.A., ο μεγαλύτερος παραγωγός κρέατος στον κόσμο, κατατάσσεται στην 766η θέση στον κατάλογο The Global 2000 με τις μεγαλύτερες εταιρείες του κόσμου.
Λίγοι Αμερικανοί έχουν ακούσει για την JBS, ωστόσο είναι υπεύθυνη για το 22% της προμήθειας βοείου κρέατος στις ΗΠΑ. Περίπου το 70% των εσόδων της προέρχεται από τη δραστηριότητά της στη χώρα.
Το γεγονός ότι η JBS είναι ένας διαφοροποιημένος παγκόσμιος παραγωγός πρωτεϊνών, της επέτρεψε να κινηθεί στην αγορά με τρόπο που λίγοι άλλοι μπορούν. Το 2008, για παράδειγμα, όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση περιόρισε το βραζιλιάνικο κρέας, ισχυριζόμενη ότι οι κτηνοτρόφοι δεν συμμορφώνονταν με τα μέτρα ιχνηλασιμότητας της ΕΕ, η JBS εκμεταλλεύτηκε τη θυγατρική της στην Αυστραλία για να εξάγει στην Ευρώπη.
Σύμφωνα με την εταιρεία, γίνεται προσπάθεια να πρωτοστατήσει στη κερδοφόρα και βιώσιμη παραγωγή τροφίμων για έναν αναπτυσσόμενο πλανήτη. Αυτό σημαίνει βελτίωση των βιώσιμων επιδόσεων και της ανθεκτικότητας όχι μόνο των δραστηριοτήτων της ίδιας της εταιρείας, αλλά και συμβολή στην ενίσχυση της βιωσιμότητας του ευρύτερου συστήματος παραγωγής τροφίμων στο σύνολό του.
Γι’ αυτό στοχεύουν στη μείωση του αντικτύπου της γεωργίας στον πλανήτη, επιτρέποντας παράλληλα στη βιομηχανία τροφίμων να αναπτυχθεί. Κάτι το οποίο έρχεται σε αντίθεση με την έκθεση του Αμερικάνικου Ινστιτούτου Γεωργικής και Εμπορικής Πολιτικής (IATP), το οποίο διαπίστωσε ότι οι εκπομπές της JBS αυξήθηκαν κατά 51% σε διάστημα πέντε ετών.
Οι καταναλωτές όμως δεν είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν ένα ασφάλιστρο για τρόφιμα που παράγονται σύμφωνα με υψηλότερα περιβαλλοντικά πρότυπα, γεγονός που αποτελεί πρόκληση για τους παραγωγούς, σύμφωνα με ανώτατο στέλεχος της JBS.
«Δεν μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο καταναλωτής θα πληρώσει αυτόν τον λογαριασμό», δήλωσε στο Bloomberg ο διευθύνων σύμβουλος της JBS S.A., Gilberto Tomazoni, κατά τη διάρκεια του Παγκόσμιου Επιχειρηματικού Φόρουμ της ομάδας G-20. «Πρέπει να αυξήσουμε την παραγωγικότητα για να μειώσουμε το κόστος των τροφίμων και να τα κάνουμε πιο προσιτά».
Οι παραγωγοί τροφίμων δέχονται αυξανόμενες πιέσεις για να μειώσουν τη συμβολή τους στην κλιματική αλλαγή, μειώνοντας την αποψίλωση των δασών και μειώνοντας τη χρήση συνθετικών αζωτούχων λιπασμάτων. Η γεωργία αντιπροσωπεύει περισσότερο από το ένα πέμπτο των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, σύμφωνα με τη Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή.
Η βιομηχανία τροφίμων θα χρειαστεί έως και 350 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως μέχρι το 2030 για να χρηματοδοτήσει την υιοθέτηση πιο βιώσιμων πρακτικών και πρέπει να δημιουργηθεί ένα σύστημα που θα διασφαλίζει ότι οι αγρότες θα πληρώνονται για τις «περιβαλλοντικές υπηρεσίες» τους, δήλωσε ο Tomazoni.