της Ελένης Καράγιωργα- Βουγά*
Τα ψάρια της ανοιχτής θάλασσας είναι πιο κινητικά και δραστήρια, καθώς κυνηγάνε μόνα τους ην τροφή τους, με αποτέλεσμα λιγότερα κορεσμένα λιπαρά οξέα. Δεν είναι επιβαρυμένα από αντιβιοτικά και άλλες ουσίες που περιλαμβάνονται στο διαιτολόγιο των ψαριών ιχθυοτροφείου. Από την άλλη τα ψάρια ιχθυοτροφείου – όπως υποστηρίζουν κάποιοι- επειδή εκτρέφονται σε θάλασσες με ελεγχόμενες περιβαλλοντικές συνθήκες, περνάνε λιγότερους περιβαλλοντικούς ρύπους στην διατροφική αλυσίδα. Τι ισχύει τελικά; Ποια άποψη είναι σωστή; Το EUFIC, (https://www.eufic.org) προσπαθεί να μας απαντήσεις σε αυτό το δίλημμα.
Τόσο τα ψάρια όσο και τα θαλασσινά αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της μεσογειακής μας διατροφής. Δυστυχώς όμως, οι συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες οδηγούν σε μία παγκόσμια υπεραλίευση που έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση του πληθυσμού των ψαριών παγκοσμίως. Τα ψάρια ιχθυοτροφείου φαίνεται να λειτουργούν σαν σανίδα σωτηρίας αφού ικανοποιούν μέρος της ζήτησης, ενώ ταυτόχρονα μειώνεται η πίεση που ασκείται στους πληθυσμούς των ψαριών ανοιχτής θάλασσας.
Η διαθρεπτική αξία των ψαριών είναι υψηλή και οφείλεται στην υψηλή περιεκτικότητα σε ω-3 λιπαρά οξέα, πρωτεΐνες, βιταμίνη D, μέταλλα και ιχνοστοιχεία, όπως το ιώδιο και ο φώσφορος. Έχουν σημαντική θέση σε μια ισορροπημένη δίαιτα.
Κατά το EUFIC, σε όλη την Ευρώπη αλλά και στις περισσότερες χώρες παγκοσμίως, καταβάλλονται προσπάθειες για να καταστεί η προμήθεια ψαριών πιο βιώσιμη και τα οφέλη που προσφέρει η ιχθυοκαλλιέργεια, έχουν υποστηριχθεί ευρέως από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Επίσης, πρέπει να λάβουμε υπόψη πως με τις καλές γεωργικές πρακτικές που ακολουθούνται, τα εκτρεφόμενα ψάρια είναι μια ασφαλής, βιώσιμη και θρεπτική πηγή που μπορεί να ανακουφίσει τις θάλασσες από το βάρος της υπεραλίευσης.
Η παγκόσμια υπεραλίευση προκαλεί τη μείωση του πληθυσμού των ψαριών παγκοσμίως.