Λόγω της αύξησης της θερμοκρασίας το Vibrio parahaemolyticus επισημαίνεται από τους ειδικούς, ως αυξανόμενη ανησυχία στην ασφάλεια τροφίμων.
Ερευνητές του Νοτιοδυτικού Ιατρικού Κέντρου του Πανεπιστημίου του Τέξας (UT), εφιστούν την προσοχή στους καταναλωτές για το νέο τροφιμογενές βακτήριο που μπορεί να μολύνει τους ανθρώπους μετά την κατανάλωση οστρακοειδών.
Το Vibrio parahaemolyticus είναι ένα ραβδοειδές βακτήριο που βρίσκεται στη θάλασσα, κυρίως σε παράκτια νερά και σε εκβολές ποταμών. Μεταδίδεται από κατανάλωση ωμών ή κακοψημένων οστρακοειδών και είναι η κύρια αιτία τροφικής δηλητηρίασης που σχετίζεται με τα θαλασσινά. Τα συμπτώματα είναι όπως μιας κοινής δηλητηρίασης όπως διάρροια, κράμπες, έμετος, πυρετός και ρίγη. Ως αποτέλεσμα της κλιματικής αλλαγής και της θέρμανσης των νερών, το Vibrio έχει επισημανθεί από τους ειδικούς ως μια αυξανόμενη ανησυχία για την ασφάλεια των τροφίμων.
Η μελέτη αυτή παρουσιάζει για πρώτη φορά με ποιο τρόπο το βακτήριο αυτό χρησιμοποιεί μια «μέθοδο συναρμολόγησης» για να χτίσει δομές σαν σύριγγα για να εγχύσει τοξίνες στα εντερικά κύτταρα, δίνοντας μια νέα άποψη για το πώς τα εντερικά βακτήρια, όταν εκτίθενται σε χολικά οξέα, ανταποκρίνονται αποτελεσματικά και να δημιουργήσουν ένα σύστημα λοιμογόνου δράσης.
Οι ερευνητές γνώριζαν ήδη ότι ο V. parahaemolyticus εγχέει μόρια στα ανθρώπινα κύτταρα χρησιμοποιώντας μια δομή που μοιάζει με σύριγγα που ονομάζεται σύστημα έκκρισης τύπου III (T3SS2). Το σημαντικό εύρημα είναι πως αυτές οι «σύριγγες», που αποτελούνται από 19 διαφορετικές πρωτεΐνες, παράγονται μόνο όταν έρθουν σε επαφή με το εσωτερικό του εντέρου. Οι επιστήμονες δεν ήταν σίγουροι πώς ακριβώς συμβαίνει αυτό. Τα πιο πρόσφατα ευρήματα βασίζονται στην εργασία μιας προηγούμενης μελέτης, στην οποία συστατικά του βακτηρίου παρακολουθήθηκαν, χρησιμοποιώντας μικροσκόπιο υπερανάλυσης καθώς τα βακτήρια αναπτύχθηκαν σε διαφορετικές συνθήκες.
Η μελέτη αποκάλυψε πως όταν το βακτήριο εκτίθεται σε χολικά οξέα/πεπτικά μόρια στα έντερα, τα βακτήρια μετακινούν DNA που περιέχει γονίδια T3SS2 κοντά στη μεμβράνη τους. Στη συνέχεια, το βακτήριο μεταγράφει το DNA σε RNA, έπειτα μεταφράζει το RNA σε πρωτεΐνη και συναρμολογεί τα συστατικά του T3SS2 μέσω της μεμβράνης σε μια διαδικασία γνωστή ως μεταβίβαση.
Τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι και άλλα γαστρεντερικά παθογόνα μπορούν επίσης να χρησιμοποιήσουν τον μηχανισμό μεταβίβασης για να μεσολαβήσουν στην αποτελεσματική συναρμολόγηση πολύπλοκων μοριακών μηχανών σε απόκριση σε περιβαλλοντικά στοιχεία.
Χρήσιμη συμβουλή για την αποφυγή μετάδοσης τέτοιου είδους βακτηρίου είναι, εκτός του χρόνου ψησίματος, να μην καταναλώνεται όστρακα τα οποία δεν έχουν ανοίξει κατά το μαγείρεμα.