Η κοινή βάση μεταξύ junk food και junk news και η ανάγκη να υιοθετηθεί μια κουλτούρα info-fitness και μια παιδεία ενημέρωσης, σύμφωνα με την ειδικό Vanessa Otero.
Της Βιργινίας Κιμπουροπούλου
Kάθεσαι στον καναπέ του σαλονιού, παραγγέλνεις πίτσα, χάρμπουργκερ, σουβλάκια ή οτιδήποτε μπορεί να υπαχθεί στην κατηγορία του junk food (αν και αυτό αδικεί το σουβλάκι) και παίρνεις το τηλεκοντρόλ της τηλεόρασης αναζητώντας κάτι «χαλαρωτικό», από ένα ριάλιτι μέχρι μια lifestyle ενημερωτική εκπομπή.
Mπορεί αυτό να ακούγεται είτε πολύ κοινότυπο είτε πολύ ξένο, αλλά αποτελεί έναν συνδυασμό δύο βασικών ανθρώπινων αναγκών: το φαγητό και την πληροφόρηση. Αλλά, όταν αυτές ικανοποιούνται συνδυασμένες με πολλές κακές συνήθειες η στιγμιαία απόλαυση που μας προσφέρουν μπορεί να μετατραπεί σε μακροπρόθεσμη ζημιά.
Ο συνδυασμός junk food με «junk news», με το δεύτερο να αντιστοιχεί σε εύπεπτες ειδήσεις και ενημέρωση που δεν κινητοποιούν την κριτική σκέψη και καταλήγουν συχνά σε κουτσομπολιό και fake news, μπορεί να αποδειχθεί ολέθρια για την ατομική και συλλογική σωματική και ψυχική υγεία των κοινωνιών, υποστηρίζει η Vanessa Otero, πρώην δικηγόρος διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και δημιουργός του Media Bias Chart, ενός διαδραστικού χάρτη που βοηθά τους ανθρώπους να περιηγηθούν στα ΜΜΕ με ασφάλεια και χωρίς να γίνονται θύματα πόλωσης ή μεροληψίας.
Η ιδέα της είναι απλή: όπως για το φαγητό υπάρχουν πλέον ορισμένοι βασικοί κανόνες πληροφόρησης των καταναλωτών που συμπυκνώνονται στη διατροφική ετικέτα του φαγητού που πρόκειται να αγοράσουν και να καταναλώσουν, έτσι και για την «κατανάλωση» ειδήσεων πρέπει οι πολίτες να έχουν μερικές βασικές πληροφορίες για το τι πρόκειται να μπει στον εγκέφαλό τους.
Η Otero, εστιάζοντας κυρίως στην αμερικανική εμπειρία, λέει ότι το σημερινό τοπίο στα ΜΜΕ είναι ανάλογο με το τοπίο στα τρόφιμα, με την εκρηκτική ανάπτυξη των αλυσίδων πρόχειρου φαγητού και των υπερβολικά επεξεργασμένων τροφίμων. Υπάρχουν σίγουρα οφέλη στο γρήγορο φαγητό, γιατί είναι βολικό, φθηνό και εύγευστο και δίνει στους ανθρώπους τη δυνατότητα να ξοδεύουν λιγότερο χρόνο και χρήματα.
Αλλά εδώ και μισό αιώνα έχουμε συνειδητοποιήσει τα μειονεκτήματα τόσο του ανθυγιεινού γρήγορου φαγητού όσο και των επεξεργασμένων τροφίμων.
Αντίστοιχα, υπάρχουν πολλά οφέλη στην εκρηκτική αύξηση των καναλιών ενημέρωσης από την καλωδιακή τηλεόραση, τα social media, τα κινητά, τους χιλιάδες διαδικτυακούς ιστότοπους ειδήσεων και τα ιστολόγια, τα κανάλια στο YouTube και τα άλλα συναφή δίκτυα. Ωστόσο, τώρα ξέρουμε πια και τη σκοτεινή πλευρά της υπερπληροφόρησης, της παραπληροφόρησης, των fake news που οδηγούν ανθρώπους στην προκατάληψη και τη σύγχυση.
Ο Otero επισημαίνει ότι υπάρχει κοινή βάση στο γεγονός ότι μπορεί να μας αρέσει το junk food και τα junk news. Μας αρέσουν τα λίπη, η ζάχαρη και το αλάτι επειδή έχουν ωραία γεύση και επειδή μέρη του εγκεφάλου μας αντλούν ευχαρίστηση και ανταμοιβή από την κατανάλωση τους. Και την ίδια στιγμή μας αρέσουν οι μεροληπτικές και πληροφορίες που μοιάζουν με ειδήσεις, επειδή θέλουμε να έχουμε δίκιο. Ο εγκέφαλός μας είναι συνδεδεμένος για προκατάληψη επιβεβαίωσης, η οποία είναι πιο ανοιχτή στη λήψη πληροφοριών που συνάδουν με αυτό που ήδη πιστεύουμε. Είναι ένα χαρακτηριστικό, κι όχι ένα σφάλμα στη λειτουργία του εγκεφάλου μας.
Επίσης, κοινή βάση στην υπερπαραγωγή παράλληλα πρόχειρου φαγητού και πρόχειρης ενημέρωσης είναι το επιχειρηματικό κέρδος των ομίλων που τα παράγουν. Όμως, ο συνδυασμός της δικής μας προδιάθεσης για ανθυγιεινή κατανάλωση τροφίμων/πληροφοριών και του κινήτρου του κέρδους από τις εταιρείες παραγωγής τροφίμων/πληροφοριών καταλήγει σε έναν φαύλο κύκλο που εγκλωβίζει πολλούς καλοπροαίρετους καταναλωτές σε μοτίβα ολοένα και πιο ανθυγιεινής κατανάλωσης.
Ενώ όμως για τη διατροφή έχουν γίνει κάποια βήματα και επιχειρήσεις και καταναλωτές ωθούνται σε πιο υγιεινές πρακτικές, όπως η διατροφική ετικέτα, για τις πληροφορίες δεν υπάρχει κάτι ισοδύναμο. Δεν είναι εύκολο να πεις στους ανθρώπους ότι αυτό το ΜΜΕ είναι «καλό» ή «αμερόληπτο». Ποιος το αποφασίζει αυτό;
Έχουν, βεβαίως, γίνει κάποια βήματα στη διαμόρφωσης μιας βασικής «δίαιτας πληροφόρησης» . Έχουμε εντοπίσει σε μεγάλο βαθμό το γεγονός ότι οι ξεκάθαρες «ψεύτικες» ειδήσεις (σκόπιμη παραπληροφόρηση) είναι ένα πρόβλημα, αλλά δεν συνειδητοποιούμε τη ζημιά που προκαλούν οι ειδήσεις που δεν είναι εντελώς ψευδείς, αλλά έχουν μεγάλο βαθμό μεροληψίας.
Εχουμε δει τους κολοσσούς των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και του ίντερνετ, Facebook, Twitter και YouTube να προσπαθούν να καταπολεμήσουν τα fake news, αλλά δεν κάνουν το ίδιο με ακραίες απόψεις και μεροληπτικές ειδήσεις που διανέμονται ευρέως, γιατί είναι εξαιρετικά κερδοφόρες. Εξάλλου υπάρχει και ο κίνδυνος της λογοκρισίας.
Η Otero καταλήγει στην ανάγκη να υιοθετηθεί μια κουλτούρα info-fitness και μια παιδεία ενημέρωσης («πληροφοριακή παιδεία» ή «InfoLit») ώστε οι άνθρωποι να μην είναι απλώς ικανοί να διαχειρίζονται το τοπίο της πληροφορίας, δηλαδή να είναι απλά διαβασμένοι, αλλά να μπορούν να ευδοκιμήσουν σε αυτό το τοπίο.
Το Info Fitness δεν υπάρχει πραγματικά ως έννοια ή βιομηχανία αυτή τη στιγμή, αλλά ούτε η βιομηχανία του fitness υπήρχε παλιά. Για το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, γνωρίζαμε πολύ λίγα για τη διατροφή και την άσκηση, αλλά καθώς εμφανίστηκαν τα προβλήματα της ανθυγιεινής διατροφής και της άσκησης, αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε τι να κάνουμε για αυτό. Συνεπώς υπάρχει μεγάλη δυνατότητα εξέλιξης στη βιομηχανία της πληροφόρησης και για τη ανάπτυξη του Info Fitness.