Οι προκλήσεις της επόμενης μέρας στις ιχθυοκαλλιέργειες βρέθηκαν στο επίκεντρο συνεδρίου που πραγματοποιήθηκε στο Διεθνές Συνεδριακό Κέντρο Αθηνών του Μεγάρου Μουσικής.
Το Συνέδριο Ιχθυοκαλλιέργειας 2024 είναι το τρίτο σε μια σειρά κλαδικών συνεδρίων τα οποία πραγματοποιήθηκαν το 2018 και το 2022. Σε διοργάνωση της εταιρείας συμβούλων AMBIO ΑΕ, με την υποστήριξη της Ελληνικής Οργάνωσης Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ) και την επιστημονική συνεργασία του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, το συνέδριο τελεί υπό την αιγίδα του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας και του υπουργείου Ανάπτυξης.
Μιλώντας στο Συνέδριο Ιχθυοκαλλιέργειας 2024 με θέμα «Προσδιορίζοντας ένα ανθεκτικό μέλλον» ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Κώστας Τσιάρας, ανέφερε ότι το 70%-80% των προϊόντων του κλάδου εξάγεται, ενώ η συνεισφορά του στο εθνικό προϊόν ξεπερνά το 1 δισ. ευρώ. Επιπλέον, τόνισε πως τα ελληνικά προϊόντα ιχθυοκαλλιέργειας βρίσκονται σταθερά στις δύο πρώτες θέσεις σε αξία εξαγωγών, ενώ στον κλάδο δραστηριοποιούνται 750 επιχειρήσεις οι οποίες προσφέρουν εργασία σε περίπου 10.000 άτομα. Ο κ. Τσιάρας επεσήμανε ότι απαιτείται διαφανής οριστική χωροθέτηση, που αποτελεί ίσως το σημαντικότερο αγκάθι στην περαιτέρω ανάπτυξη της ιχθυοκαλλιέργειας στη χώρα μας.
Επίσης, έκανε αναφορά στις νέες προκλήσεις που υπάρχουν και έχουν σχέση με τις νέες, δύσκολες, οικονομικές συνθήκες, την απουσία απλοποιημένου κα ι σταθερού πλαισίου λειτουργίας του κλάδου, την κλιματική κρίση και τον αυξανόμενο ανταγωνισμό με τρίτες χώρες. Για τη αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων, ο κ. Τσιάρας υπογράμμισε ότι απαιτούνται πρόσθετα κίνητρα και πρωτοβουλίες, όπως η δημιουργία ισχυρών εμπορικών σημάτων, η βελτίωση της υπάρχουσας τεχνογνωσίας μέσω της ενίσχυσης της έρευνας και της καινοτομίας, καθώς και η δυνατότητα ανάπτυξης φιλικότερων προς το περιβάλλον μορφών και μεθόδων υδατοκαλλιέργειας, αλλά και η περαιτέρω ενίσχυση των επιχειρήσεων μέσω ενωσιακών και εθνικών προγραμμάτων.
Από την πλευρά του, ο Απόστολος Τουραλιάς, πρόεδρος ΔΣ ΕΛΟΠΥ επεσήμανε, μεταξύ άλλων, ότι ο κλάδος, παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες που αντιμετώπισε και συνεχίζει να αντιμετωπίζει λόγω των συνεχιζόμενων κρίσεων στην οικονομία, την πανδημία, το κόστος της ενέργειας και των δύο πολέμων, παραμένει σταθερά στην πρωτοπορία της ανάπτυξης. Το ισχυρό εξαγωγικό προφίλ, η κορυφαία τεχνογνωσία, οι εξελιγμένες δομές των επιχειρηματικών οργανισμών και η εξαιρετική ποιότητα των προϊόντων του κλάδου, τοποθετούν την ελληνική Ιχθυοκαλλιέργεια σε περίοπτη θέση.
Διατηρώντας σταθερά την ηγετική της θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το 2023 η Ελλάδα παρήγαγε 120.000 τόνους μεσογειακών ειδών ιχθύων αξίας 685 εκατ. ευρώ με την αξία εξαγωγών να υπερβαίνει τα 572 εκατ. ευρώ. Ο κλάδος επιβεβαιώνει εκ νέου τον ισχυρό εξαγωγικό του χαρακτήρα, καθώς 80% της παραγωγής εξήχθη σε 37 χώρες συνεισφέροντας θετικά στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας. Εκτιμάται ότι το 2024 είναι μια χρονιά σταθερότητας για τον κλάδο, γεγονός που θα επιτρέψει την αναδιάρθρωση και τη στρατηγική ανάπτυξη του σε ρεαλιστική βάση.
Σημειώνεται ότι το 2024 η ΕΛΟΠΥ ξεκινάει για πρώτη φορά ένα έργο καταγραφής του πραγματικού οικονομικού και κοινωνικού αποτυπώματος της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας, ενός κλάδου που στις 11 από τις 13 περιφερειακές ενότητες δημιουργεί πάνω από 12.000 θέσεις άμεσες και έμμεσες θέσεις απασχόλησης.
Την περαιτέρω ανάπτυξη του κλάδου αναστέλλουν η έλλειψη ενός σύγχρονου και ανταγωνιστικού θεσμικού πλαισίου που θα ενισχύσει τη λειτουργία των υφιστάμενων επιχειρήσεων και την προσέλκυση νέων στρατηγικών επενδύσεων. Το κυριότερο έγκειται στην απουσία ολοκληρωμένου χωροταξικού σχεδιασμού που εμποδίζει το σχεδιασμό της αναπτυξιακής στρατηγικής του. Ουσιαστικά από το 2015 και μετά από 2 διαδοχικές παρατάσεις, έχουν ιδρυθεί μόνο 6 από τις 23 περιοχές οργανωμένης ανάπτυξης υδατοκαλλιεργειών (ΠΟΑΥ). Επιπλέον, ο ανταγωνισμός από τα εισαγόμενα στην Ευρωπαϊκή Ένωση προϊόντα ιχθυηρών αποτελεί διαχρονικά μεγάλη πρόκληση η οποία δεν έχει αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά.