4η ετήσια έκθεση της WWF για τα πλαστικά.
Η Transparent 2023 Executive Summary συνθέτει τα ευρήματα από την τέταρτη ετήσια έκθεση της WWF, για το ReSource: Plastic, παρέχοντας μια ενημέρωση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι εταιρείες-μέλη αντιμετωπίζουν την πλαστική ρύπανση και εντοπίζουν νέες ευκαιρίες για μεγιστοποίηση του αντίκτυπου. Το ReSource κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2019 με εταιρείες-μέλη που έχουν επιδείξει ευαισθησία στα πλαστικά απόβλητα: Keurig Dr Pepper, McDonald’s Corporation, Procter & Gamble, Starbucks, Coca-Cola, Amcor, Colgate-Palmolive και Kimberly-Clark.
Σύμφωνα με την Οργάνωση μόλις 100 εταιρείες θα μπορούσαν να αποτρέψουν 50 εκατομμύρια τόνους πλαστικών απορριμμάτων. Η έκθεση διαπιστώνει βελτίωση στο πρόβλημα της συσσώρευσης πλαστικού καθώς και μία γενική μείωση στη χρήση «προβληματικών πλαστικών» από το 2021 έως το 2022, αν και το πλαστικό βάρος στο συνολικό χαρτοφυλάκιο των εταιρειών αυξήθηκε.
Σύμφωνα με την έκθεση, τέσσερα από τα εννέα μέλη του ReSource έχουν μειώσει την απόλυτη χωρητικότητα πλαστικού από την αρχική τους γραμμή, ενώ πέντε την έχουν αυξήσει. Το συνολικό βάρος του πλαστικού στο χαρτοφυλάκιο αυξήθηκε κατά 0,8% από 7,20 εκατομμύρια μετρικούς τόνους το 2021 σε 7,26 εκατομμύρια το 2022. Στον σχετικό πίνακα όπου καταγράφονται οι συνολικές ποσότητες πλαστικών από το 2018 έως το 2022, φαίνεται πως τα Starbucks έχουν μειώσει τα πλαστικά από 191.000 σε 153.000 ενώ αντίθετα η Coca Cola τα έχει αυξήσει από 3.010.000 σε 3.470.000 και η McDonald’s από 153.000 σε 164.000. Βέβαια όπως τονίζει η έκθεση είναι αυτονόητο πως για μερικές εταιρείες η αύξηση στα πλαστικά απόβλητα μπορεί να οφείλεται και στην αλματώδη αύξηση των πωλήσεων. Το ίδιο ισχύει και με τη μείωση των πωλήσεων, η οποία οδηγεί και σε μείωση των πλαστικών χωρίς η εταιρεία να έχει λάβει κάποιο μέτρο.
Η εξάλειψη του περιττού πλαστικού μιας χρήσης είναι η πιο σημαντική ενέργεια που μπορούν να υιοθετήσουν οι εταιρείες για την άμεση αντιμετώπιση της κρίσης της πλαστικής ρύπανσης μέσω των δικών τους χαρτοφυλακίων. Το 2018, τα προϊόντα αυτά αποτελούσαν 3,2% των χαρτοφυλακίων των μελών και μέχρι το 2022 αυτό το ποσοστό είχε μειωθεί περισσότερο από το μισό (στο 1,2%).