Σύντομη ανασκόπηση των απάνθρωπων συνθηκών και της δουλείας σε ένα “ταυτόχρονο” εμπόριο ζάχαρης και σκλάβων.
Η ζάχαρη είναι ίσως η πιο βλαβερή ουσία για τον οργανισμό, και παράλληλα έχει τροφοδοτήσει στους αιώνες ένα υπερατλαντικό εμπόριο σκλαβωμένων λαών, ωστόσο συνεχίζει να υπάρχει. Στη βιομηχανία της ζάχαρης όπου οι συνθήκες εργασίας θεωρούνται οι χειρότερες στον κόσμο, αναγκάστηκαν να εργαστούν πάνω από 15 εκατομμύρια σκλάβοι από την Αφρική που κατέληξαν στην Αμερική. Ωστόσο παρόλα αυτά συνεχίζει η κατανάλωση της και αποτελεί μια εξαιρετικά επικερδή επιχείρηση και λόγω της χαμηλής τιμής της.
Από το 1600 περίπου και μετά, στην Ευρώπη η βιομηχανία της ζάχαρης επέφερε εξαιρετικά μεγάλα κέρδη στους παραγωγούς που οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στη δουλεία. Έτσι αυτό σταδιακά έγινε παγκόσμιο φαινόμενο και για δυο περίπου αιώνες έως το 1800 στον Καναδά, οι ευρωπαίοι είχαν επωφεληθεί από ένα ταυτόχρονο εμπόριο ζάχαρης και σκλάβων. Όσο περισσότερα ήταν τα κέρδη από τη ζάχαρη τόσο περισσότερο οι παραγωγοί προωθούσαν τακτικές που ευνοούσαν το σκλαβεμπόριο σε μια αέναη αλληλοδιαδοχή.
Αρκετές καναδικές τράπεζες όπως η Imperial Bank of Commerce και η Bank of Nova Scotia (Scotiabank πλέον), κατάγονται από τις Δυτικές Ινδίες, όπου οι πρόδρομοί τους εγκαταστάθηκαν στις αρχές του 19ου αιώνα. Οι δυτικοί Καναδοί έχουν επίσης επωφεληθεί από την “αναγκαστική εργασία” στον τομέα της ζάχαρης.
Η διάσημη καναδική μάρκα Rogers Sugar που αποτελεί πλεόν κομμάτι της Lantic Inc., ιδρύθηκε αρχικά από τον Αμερικανό Benjamin Tingley Rogers ο οποίος εγκαταστάθηκε στον Καναδά το 1889. Ο ίδιος έχοντας μεγαλώσει στη βιομηχανία της ζάχαρης είχε αρκετές γνώσεις και έτσι δημιούργησε τις πρώτες εγκαταστάσεις στο Βανκούβερ. Επενδυτές της επιχείρησης υπήρξαν, ο μεγιστάνας των σιδηροδρόμων William Cornelius Van Horne, μαζί και με άλλους σημαντικούς επενδυτές όπως οι Richard Bladworth Angus, Edmund Boyd Osler και Donald Alexander Smith. Λέγεται πως μέχρι και το θάνατο του το 1918, ο Rogers κατάφερε να κερδίσει αρκετά χρήματα από μη θεμιτές πρακτικές που ωστόσο παραμένουν σε μεγάλο βαθμό άγνωστες.
Η βιομηχανία του Rogers προμηθευόταν ζαχαροκάλαμα και ζαχαρότευτλα, τα οποία διαθέτουν επίσης μια φρικτή ιστορία εργασίας, όπως έχουν αποδείξει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Saskatchewan, Ron Laliberté, η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου York Mona Oikawa και άλλοι ειδικοί. Τα ζαχαροκάλαμα ωστόσο αποτελούσαν τη μεγαλύτερη παραγωγή του Rogers που επειδή δεν παράγονταν στον Καναδά, τα προμηθευόταν από το Μαυρίκιο, την Ιάβα, το Περού, τη Χαβάη, την Κούβα, τα Φίτζι και τη Δομινικανή Δημοκρατία. Η εταιρία αργότερα αγόρασε τις φυτείες ζαχαροκάλαμων στα νησιά Φίτζι και στη Δομινικανή δημοκρατία, που και στις δυο περιπτώσεις οι εργαζόμενοι ανέφεραν φρικτές συνθήκες εργασίας. Σύμφωνα με την ιστορικό Catherine C. Legrand, οι εργαζόμενοι και των δυο φυτειών τις εγκατέλειπαν με την πρώτη ευκαιρία.
Οι φυτείες της εταιρίας στα Φίτζι μεταξύ 1905-1920, απασχολούσαν εργάτες από την Ινδία που μετανάστευσαν στην αποικία με πενταετή συμβόλαια. Όπως και στις υπόλοιπες φυτείες, οι εργάτες μεταχειρίζονταν απάνθρωπα σαν να ήταν σκλάβοι, δουλεύοντας σκληρά και έχοντας ελάχιστο χρόνο για ξεκούραση. Αποτέλεσμα συχνές ασθένειες, πείνα κακοποίηση… και πολλές φορές θάνατος στα ζαχαροκάλαμα….
Πηγή: https://theconversation.com/uncovering-the-violent-history-of-the-canadian-sugar-industry-200054