Τα Ελληνικά αποστάγματα που θυμίζουν μόνο Ελλάδα!
Τσίπουρο και ούζο. Τι σας έρχεται στο μυαλό στο άκουσμα αυτών των δυο αποσταγμάτων; Ίσως μια εικόνα από ένα παραθαλάσσιο μικρό ταβερνάκι με ένα τραπέζι γεμάτο μεζέδες και μια γλυκιά ζάλη να συνοδεύει το στιγμιαίο κάψιμο στο λαιμό, στο μελωδικό άκουσμα του Βαμβακάρη. Μια ελληνική παράδοση χρόνων που μόνο στιγμές ευτυχίας μπορεί να ανασύρει αφού δεν μιλάμε μόνο για το ίδιο το ποτό αλλά και για ένα τρόπο ζωής που έχει διαμορφωθεί από την ελληνική κουλτούρα. Και τα δυο αυτά αποστάγματα αναγνωρίζονται από την ΕΕ ως ελληνικά εθνικά προϊόντα, Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ).
Αν και, παράδοση στην παραγωγή του ούζου διαθέτει και η βόρεια Ελλάδα, η Λέσβος θεωρείται η πατρίδα αυτού του δημοφιλούς ποτού που δημιουργείται από το αλκοόλ και τα αρωματικά φυτά (σπόροι). Η πρώτη ύλη είναι σχεδόν καθαρό οινόπνευμα (96%) που λαμβάνεται από την απόσταξη ενός αγροτικού προϊόντος (σταφύλια, δημητριακά…) και η επανααπόσταξη γίνεται με αρωματικούς σπόρους που περιλαμβάνουν απαραίτητα γλυκάνισο, αλλά μπορεί να περιλαμβάνουν και κάρδαμο, μαστίχα ή κόλιανδρο. Ανάλογα με τη συνταγή, μπορεί να προστεθεί τζίντζερ, μέντα, κανέλα, γαρύφαλλο, ακόμα και φλούδα πορτοκαλιού, μανταρίνι ή λεμονιού. Στις παραθαλάσσιες περιοχές συνδυάζεται κυρίως με αλμυρούς μεζέδες όπως παστά ψάρια (γαύροι, σαρδέλες κτλ), και στις ηπειρωτικές περιοχές με κρέας, φέτα ή ελιές.
Το χαρακτηριστικό γαμακτώδες χρώμα του δημιουργείται μετά την αλληλεπίδραση του νερού με τον γλυκάνισο. Καλό είναι να προσθέτετε νερό συνεχώς καθώς πίνετε το ούζο, όχι μόνο στην αρχή, κυρίως αν τρώτε παράλληλα και πίνετε για πολλή ώρα, ώστε να το απολαύσετε χωρίς να μεθύσετε. Αυτός είναι και ο σκοπός της ανάμειξης με νερό. Λέγεται ότι ο γλυκάνισος χαλαρώνει και μειώνει την αρτηριακή πίεση, βοηθά στην απορρόφηση του σιδήρου και ρυθμίζει την πέψη. Οι πιο δημοφιλείς παραγωγοί ούζου βρίσκονται στη Λέσβου στην πόλη του Πλωμαρίου, ενώ μερικές από τις πιο γνωστές μάρκες είναι οι Barbayanni, Mini, Plomari.
Αντίστοιχη δημοφιλία στην Ελλάδα και ίσως και περισσότερη έχει το τσίπουρο. Η βασική διαφορά μεταξύ των δυο είναι ότι ενώ το τσίπουρο φτιάχνεται πάντα από σταφύλια, το ούζο μπορεί να γίνει και από άλλα αγροτικά προϊόντα, όπως τα δημητριακά. Λέγεται πως πρώτοι παρήγαγαν τσίπουρο οι μοναχοί του Αγίου όρους από τον 14ο αιώνα και στη συνέχεια η παραγωγή του εξαπλώθηκε σε όλη την Ελλάδα. Η δεύτερη ονομασία του τσίπουρου είναι τσικουδιά και η ονομασία αυτή χρησιμοποιείται στην κυρίως Κρήτη καθώς οι καρποί του δέντρου από το οποίο δημιουργείται ονομάζονται τσίκουδα.
Η ρακή είναι ίδια με το τσίπουρο και την τσικουδιά, αλλά το όνομα «ρακί» είναι Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης από την Τουρκία. Το τσίπουρο και το ούζο μπορεί να έχουν παρόμοια γεύση, ειδικά αν προστεθεί γλυκάνισος στο τσίπουρο (γίνεται κυρίως στη βόρεια Ελλάδα), αλλά η διαφορά στην παραγωγή είναι τεράστια. Σε αντίθεση με το ούζο, το τσίπουρο διατηρεί το άρωμα κυρίως αποσταγμένων προϊόντων, λόγω του χαμηλότερου βαθμού απόσταξης, ενώ το ούζο χάνει το άρωμα. Παρόλο που παράγεται τσίπουρο σε όλη την Ελλάδα, αυτήν τη στιγμή μόνο τρεις περιοχές έχουν Προστατευόμενη Γεωγραφική Ένδειξη και είναι ο Τύρναβος, η Θεσσαλία και η Μακεδονία.
Στην ερώτηση λοιπόν ούζο ή τσίπουρο δεν υπάρχει ξεκάθαρη απάντηση αφού το κάθε ένα κουβαλά πολύ ξεχωριστή γεύση, ενώ και τα δυο προσφέρουν το ίδιο συναίσθημα: τη χαρά!