Η εποχή κατά την οποία οι συσκευασίες των προϊόντων είχαν στόχο κυρίως να εντυπωσιάσουν τον υποψήφιο αγοραστή δείχνει να πέρασε ανεπιστρεπτί αφού οι λεγόμενες πλέον “συνδεδεμένες συσκευασίες” (connected packaging) που ήδη χρησιμοποιούνται ευρέως, δημιουργούν μια άρρηκτη σύνδεση μεταξύ εταιρειών – αλυσίδας εφοδιασμού – καταναλωτών με τα smartphone να κατέχουν πλέον ενεργό ρόλο στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Με την εμπειρία του καταναλωτή να έχει τοποθετηθεί ιδιαίτερα ψηλά στην ατζέντα των εταιρειών – ασχέτως τομέα δραστηριοποίησης – και τα όρια μεταξύ ψηφιακού και φυσικού κόσμου να έχουν μπλεχθεί περισσότερο από ποτέ ειδικά μετά την έκρηξη της πανδημίας του κορονοϊού, ήταν αναμενόμενο οι εταιρείες να αξιοποιήσουν πρωτοποριακές μεθόδους, ώστε να μη χάσουν το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
Άλλωστε, την τελευταία δεκαετία το “Διαδίκτυο των Πραγμάτων” (Internet of Things) διαμόρφωσε μια νέα πραγματικότητα χάρη στα άπειρα δεδομένα που συλλέγονται πλέον – σε πραγματικό χρόνο – από τις χιλιάδες “έξυπνες” συσκευές, οι οποίες χρησιμοποιούνται καθημερινά και δίνουν πολύτιμες πληροφορίες στις κατασκευάστριες εταιρείες για τις προτιμήσεις και τις ανάγκες των καταναλωτών.
Με περισσότερα από 4 τρισεκατομμύρια καταναλωτικά προϊόντα να κατασκευάζονται, να αποστέλλονται και να πωλούνται σε όλο τον κόσμο κάθε χρόνο, η ανάγκη για ψηφιοποίηση και ιχνηλασιμότητα της αλυσίδας εφοδιασμού είναι μεγαλύτερη από ποτέ ειδικά μετά την πανδημία του κορονοϊού.
Έτσι, η δυνατότητα παρακολούθησης και ανίχνευσης ενός προϊόντος σε ολόκληρο τον κύκλο ζωής του δεν είναι πλέον απλώς ένα ζήτημα της αλυσίδας εφοδιασμού, αλλά μια επιχειρηματική απαίτηση.
Χάρη στις συνδεδεμενες συσκευασίες κάθε προϊόν μετατρέπεται σε πηγή δημιουργίας δεδομένων με ψηφιακή ταυτότητα ήδη από τη στιγμή της κατασκευής του στο εργοστάσιο, εξακολουθώντας να τροφοδοτεί με δεδομένα που συλλέγονται σε πραγματικό χρόνο την κατασκευάστρια εταιρεία σε όλη τη μακρά διαδρομή του από το εργοστάσιο μέχρι το σπίτι του αγοραστή.
Με αυτό τον τρόπο η εταιρεία μπορεί τόσο να αναβαθμίσει τις παρεχόμενες υπηρεσίες της όσο και να έχει στη διάθεσή της όλα τα απαραίτητα εφόδια για να χαράξει σωστά τη μελλοντική στρατηγική της, προσφέροντας μοναδική εμπειρία στους καταναλωτές, των οποίων οι απαιτήσεις είναι πλέον ιδιαίτερα υψηλές.
Μην ξεχνάμε ότι με τον πρωταγωνιστικό ρόλο των social media στην καθημερινότητά μας, “ουδέν κρυπτόν υπό την ήλιο” αφού μέσα σε δευτερόλεπτα μια αρνητική κριτική μπορεί να φτάσει στις συσκευές αμέτρητων χρηστών, συνεπώς, περιθώρια για λάθη δεν υπάρχουν.
Η πιο δημοφιλής ψηφιακή ταυτότητα, της οποίας η χρήση εκτινάχθηκε πέρσι και φέτος είναι ο κωδικός QR, τον οποίο εντοπίζουμε πλέον σε ολοένα και περισσότερες συσκευασίες, κάτι στο οποίο διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο και η πανδημία.
Είναι ιδιαίτερα εύχρηστος, αφού αρκεί ένα σκανάρισμα με το smartphone για να έχουν όλες οι εμπλεκόμενες πλευρές (κατασκευάστριες εταιρείες – αλυσίδες εφοδιασμού – καταναλωτές) τις πληροφορίες που χρειάζονται. Λειτουργεί, ουσιαστικά, σα μια γέφυρα μεταξύ του φυσικού και του ψηφιακού κόσμου του Διαδικτύου και υποστηρίζεται από όλα τα smartphones και φορητές συσκευές.
Προφανώς, υπάρχουν και άλλες ψηφιακές ταυτότητες, όπως – μεταξύ άλλων – επικοινωνία κοντινού πεδίου (NFC), ταυτοποίηση μέσω ραδιοσυχνοτήτων (RFID), bluetooth χαμηλής ενέργειας και υδατογραφήματα, ενώ αναμφίβολα θα βγουν στο μέλλον ακόμα περισσότερες.
Το σίγουρο, όμως, είναι ότι πάντα θα νικάει στα σημεία εκείνη η ψηφιακή ταυτότητα, η οποία θα υποστηρίζει ή έστω θα μπορεί να οδηγεί αν όχι να μετατρέπεται σε διεύθυνση URL, ώστε ο καταναλωτής να βρίσκει εύκολα και γρήγορα στο Διαδίκτυο όποια πληροφορία χρειάζεται.
Πηγή: The Consumer Goods Forum