Τα στατιστικά μίλησαν και έδειξαν αυτό που βιώνουμε καθημερινά: χαμηλή η αγοραστική δύναμη του Έλληνα καταναλωτή. 6ος από το… τέλος στην ΕΕ.
Η πραγματική ατομική κατανάλωση (AIC) είναι ένα μέτρο υλικής ευημερίας των νοικοκυριών.
Το 2021, η κατά κεφαλήν AIC που εκφράζεται στα πρότυπα αγοραστικής δύναμης (ΠΑΔ) κυμαινόταν από 63% έως 146% του μέσου όρου της ΕΕ στα 27 κράτη μέλη.
Οι πληροφορίες αυτές προέρχονται από στοιχεία σχετικά με τις ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης που δημοσίευσε η Eurostat.
Το 2021, εννέα κράτη μέλη κατέγραψαν κατά κεφαλήν AIC πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Το Λουξεμβούργο (46%), ήταν το μόνο κράτος μέλος που κατέγραψε κατά κεφαλήν AIC 25% ή περισσότερο πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Στη Δανία, τη Γερμανία, την Ολλανδία, το Βέλγιο, την Αυστρία, τη Σουηδία, τη Φινλανδία και τη Γαλλία, τα επίπεδα ήταν 10% ή περισσότερο πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Σε δεκατρία κράτη μέλη, η κατά κεφαλήν AIC ήταν μεταξύ του μέσου όρου της ΕΕ και ενός ποσοστού 25% κάτω από τον μέσο όρο. Στην κατηγορία αυτή, υπήρχαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών: στην Ιταλία, τη Λιθουανία, την Κύπρο και την Ιρλανδία, τα επίπεδα ήταν 10% ή λιγότερο χαμηλότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ, ενώ η Σλοβενία, η Ισπανία, η Τσεχία, η Πολωνία, η Πορτογαλία, η Μάλτα και η Ρουμανία ήταν μεταξύ 11% και 20% χαμηλότερες. Η Εσθονία και η Ελλάδα ήταν 21% και 23% χαμηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ, αντίστοιχα.
Πέντε κράτη μέλη κατέγραψαν κατά κεφαλήν AIC 25% ή περισσότερο κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Η Κροατία, η Λετονία, η Ουγγαρία και η Σλοβακία ήταν μεταξύ 27% και 30% χαμηλότερες, ενώ η Βουλγαρία κατέγραψε κατά κεφαλήν AIC 37% κάτω από το μέσο όρο της ΕΕ.
Το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ), ένα μέτρο οικονομικής δραστηριότητας, παρουσιάζει επίσης σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ.
Το 2021, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ που εκφράζεται σε ΜΑΔ κυμαινόταν μεταξύ 55% του μέσου όρου της ΕΕ στη Βουλγαρία και 277% στο Λουξεμβούργο. Δέκα κράτη μέλη κατέγραψαν κατά κεφαλήν επίπεδο ΑΕΠ άνω του μέσου όρου της ΕΕ το 2021.