Κίνδυνος για το μαρούλι και άλλες καλλιέργειες να συσσωρεύουν μικροπλαστικά από το μολυσμένο έδαφος σύμφωνα με νέα μελέτη
Τη μεταφορά των μικροπλαστικών από το έδαφος στα τροφικά πλέγματα απέδειξε νέα μελέτη, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου στους καταναλωτές της βιομηχανίας τροφίμων.
Δεδομένου ότι τόνοι πλαστικών καταλήγουν ετησίως στη θάλασσα και στις χωματερές, η ανησυχία για την πλαστική ρύπανση ολοένα και αυξάνεται. Ο κίνδυνος μόλυνσης των καταναλωτών έγινε μεγαλύτερος από τη στιγμή που έγινε αντιληπτό ότι τα πλαστικά στο περιβάλλον σπάνε σε μικρότερα κομμάτια γνωστά ως μικροπλαστικά (>1 μm, <5 mm) ή σε μικρότερα υπο-μικροπλαστικά (SMPs <1 μm). Το μικρό μέγεθος των SMPs πιθανότατα τους επιτρέπει να περάσουν μέσα από φυσιολογικούς φραγμούς και να εισέλθουν στους οργανισμούς. Σε αντίθεση με τα διαλυμένα χημικά, η πρόσληψη και η τροφική μεταφορά σωματιδιακών υλικών όπως τα SMPs θα μπορούσαν να επηρεαστούν από τις φυσικοχημικές ιδιότητες των σωματιδίων, όπως το μέγεθος, το σχήμα και τη χημική τους σύνθεση.
Το γεωργικό έδαφος λαμβάνει SMPs από διαφορετικές πηγές, όπως η ατμοσφαιρική εναπόθεση, η άρδευση με λύματα και η εφαρμογή λυματολάσπης για γεωργικούς σκοπούς. Έχει υπολογιστεί ότι οι γεωργικές εκτάσεις στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη λαμβάνουν ετησίως 63.000–430.000 και 44.000–300.000 τόνους πλαστικών σωματιδίων, αντίστοιχα. Δεν υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με την τροφική μεταφορά των SMPs από τα φυτά στους πρώτους καταναλωτές (έντομα και φυτοφάγα ζώα), γεγονός που μπορεί να υποδηλώνει άμεσο κίνδυνο για τον άνθρωπο μέσω της κατάποσης.
Για το λόγο αυτό, οι συγγραφείς της νέας μελέτης που δημοσιεύτηκε στο Nano Today, αποφάσισαν να διερευνήσουν το πώς η διακύμανση στη χημική σύνθεση των SMPs ρυθμίζει τη μεταφορά τους στις τροφικές αλυσίδες. Ως μοντέλο SMPs χρησιμοποίησαν σωματίδια PVC και πολυστυρένιο (PS) των 250 nm. Ένα σπάνιο στοιχείο, το γαδολίνιο (Gd) παγιδεύτηκε στη μήτρα των SMPs και χρησιμοποιήθηκε ως δείκτης για την παρακολούθηση και τον ποσοτικό προσδιορισμό των SMPs στα σώματα των οργανισμών. Η τροφική αλυσίδα που χρησιμοποιήθηκε στο πείραμα αποτελούνταν από τρία τροφικά επίπεδα, συμπεριλαμβανομένου ενός πρωτογενούς παραγωγού (μαρούλι, Lactuca sativa), ενός κύριου καταναλωτή (προνύμφες μύγας, Hermetia illucens) και ενός υδρόβιου εντομοφάγου ψαριού (Rutilus rutilus).
Τα ευρήματα της μελέτης απέδειξαν ότι υπάρχει δυνητικός κίνδυνος το μαρούλι και άλλες καλλιέργειες να συσσωρεύουν SMPs από το μολυσμένο έδαφος. Η ποσότητα και η θέση των SMPs στα φυτά, ωστόσο, θα μπορούσε να επηρεαστεί από τη χημική σύνθεση (τύπος πολυμερούς) του πλαστικού. Και τα δύο SMPs μεταφέρθηκαν από το μαρούλι στις προνύμφες των εντόμων. Μετά την κατανάλωση των εντόμων από τα ψάρια, τα νανοπλαστικά εντοπίστηκαν στα βράγχια, στο συκώτι και στους ιστούς των εντέρων τους. Ένας σημαντικός αριθμός από τα SMPs που ελήφθησαν απελευθερώθηκε τελικά από το έντερο των ψαριών. Εντέλει, από το σύνολο των πλαστικών που υπήρχαν αρχικά σε 1 kg χώματος, το 5,5% των PS-SMPs και το 7% των PVC-SMPs εισήλθαν στην τροφική αλυσίδα.
Σε αντίθεση με τα μεταλλικά νανοσωματίδια τα οποία τείνουν να εκκρίνονται από τα σώματα των οργανισμών με την πάροδο του χρόνου, τα PS-SMPs και τα PVC-SMPs έχουν την τάση να συσσωρεύονται στους οργανισμούς. Αυτό θα μπορούσε να οφείλεται στην υδροφοβική επιφάνεια των πλαστικών σωματιδίων που αυξάνει την τάση τους να συσσωρεύονται στους οργανισμούς.
Συμπερασματικά, η παρούσα μελέτη καταδεικνύει ότι τα πλαστικά σωματίδια είναι πιθανό να εισέλθουν στη βιόσφαιρα και να μεταφερθούν από τον έναν οργανισμό στον άλλο στις τροφικές αλυσίδες αλλά και να συσσωρευτούν σε διαφορετικούς ιστούς των οργανισμών. Η προσέγγιση που αναπτύχθηκε σε αυτή τη μελέτη θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη διερεύνηση της βιοσυσσώρευσης και της τροφικής μεταφοράς και άλλων SMPs σε διαφορετικές τροφικές αλυσίδες.