Μελέτη του ΑΠΘ διερεύνησε την προθυμία των Ελλήνων καταναλωτών που κατοικούν στη Θεσσαλονίκη να εντάξουν τα έντομα στη διατροφή τους.
Παρόλο που η εντομοφαγία, η πρακτική της κατανάλωσης εντόμων, είναι ευρέως διαδεδομένη σε περίπου 80 χώρες σε όλο τον κόσμο και περίπου 2.100 είδη εντόμων καταναλώνονται καθημερινά από διάφορες εθνοτικές ομάδες, η αποδοχή των εντόμων στις δυτικές χώρες εξακολουθεί να είναι αρκετά χαμηλή. Ωστόσο τα βρώσιμα έντομα θεωρούνται από τις πιο υποσχόμενες βιώσιμες πηγές πρωτεΐνης για την αντιμετώπιση της προβλεπόμενης ανεπάρκειας της συμβατικής πρωτεΐνης τροφίμων. Λόγω των διατροφικών και περιβαλλοντικών πλεονεκτημάτων τους, υπάρχει αυξανόμενο ενδιαφέρον για τους τρόπους με τους οποίους τα έντομα θα μπορούσαν να γίνουν μέρος της δυτικής διατροφής. Γι αυτό και η ΕΕ προωθεί την εντομοφαγία εγκρίνοντας τέσσερα είδη εντόμων, ως νέα τρόφιμα αλλά και μέσω χρηματοδοτούμενων έργων.
Η χαμηλή αποδοχή των βρώσιμων εντόμων και των προϊόντων με βάση τα έντομα από τους καταναλωτές είναι ένα από τα κύρια εμπόδια για την επιτυχή εφαρμογή της εντομοφαγίας στις δυτικές χώρες. Ταυτόχρονα λίγα είναι γνωστά για τη στάση των Ελλήνων καταναλωτών απέναντι στη συνήθεια να καταναλώνουν έντομα ως τροφή. Η τροφική νεοφοβία ορίζεται ως η απροθυμία να καταναλώσουμε νέα τρόφιμα και είναι ένα ατομικό χαρακτηριστικό ανεξάρτητο από την κουλτούρα του καταναλωτή. Σύμφωνα με μελέτες, οι τρεις κύριοι λόγοι που σχετίζονται με την απροθυμία να φάμε νέα τρόφιμα είναι τα συναισθήματα αποστροφής, κινδύνου και αηδίας.
Στόχος μελέτης του Εργαστηρίου Χημείας και Τεχνολογίας Τροφίμων, και της Γεωπονικής Σχολής του ΑΠΘ, ήταν να εξετάσει την προθυμία των Ελλήνων καταναλωτών που κατοικούν στη Θεσσαλονίκη να εντάξουν τα έντομα στη διατροφή τους, και να εντοπίσουν τους παράγοντες (π.χ. κοινωνικοδημογραφικά δεδομένα, χαρακτηριστικά τροφικής νεοφοβίας, συνείδηση βιωσιμότητας κ.λπ.) που μπορεί να διαμορφώσουν τη στάση τους απέναντι στην εντομοφαγία.
Τα δεδομένα συλλέχθηκαν μέσω ενός διαδικτυακού ερωτηματολογίου ( n = 1531). Οι ερωτηθέντες χωρίστηκαν σε ευδιάκριτες ομάδες για να προσδιοριστεί η σχέση μεταξύ των κοινωνικοοικονομικών χαρακτηριστικών τους και της προθυμίας τους να υιοθετήσουν προϊόντα διατροφής με βάση τα έντομα.
Τα αισθήματα αηδίας και απόρριψης ήταν οι κυρίαρχες αντιδράσεις στην έννοια των εντόμων ως τροφής. Η αποδοχή νέων τροφών που προέρχονται από βρώσιμα έντομα θα μπορούσε ενδεχομένως να ενισχυθεί με την παροχή πληροφοριών σχετικά με τα θετικά τους αποτελέσματα, τη χρήση οικείων τροφίμων και τη μείωση του βαθμού ορατότητας του εντόμου με τη χρήση επεξεργασμένων μορφών. Τέλος, αποκαλύφθηκαν οι κατηγορίες τροφίμων εμπλουτισμένων σε πρωτεΐνες από έντομα (αρτοποιείο, κρέας, σνακ) που είναι πιο πιθανό να καταναλώσουν οι Έλληνες καταναλωτές. Τέτοια ευρήματα μπορεί να είναι χρήσιμα για την προώθηση στρατηγικών σχετικά με την κατανάλωση προϊόντων με βάση τα έντομα.
Το σχετικά υψηλό ποσοστό «καινοτόμων» στην παρούσα μελέτη δείχνει ότι η υιοθέτηση προϊόντων διατροφής με βάση τα έντομα από τους Έλληνες καταναλωτές δεν αποτελεί προτεραιότητα. Επομένως, οι «πρώιμοι χρήστες» και η «πρώιμη πλειοψηφία» θα πρέπει να τύχουν μεγαλύτερης προσοχής στο μάρκετινγκ, ενώ οι «καινοτόμοι» είναι έτοιμοι να δεχτούν προϊόντα με βάση τα έντομα. Ωστόσο, δύο βασικοί άξονες στρατηγικών μάρκετινγκ θα πρέπει να ληφθούν υπόψη πριν από την εισαγωγή προϊόντων διατροφής με βάση τα έντομα στην ελληνική αγορά. Η εκπαίδευση και η εξοικείωση των καταναλωτών με την έννοια της κατανάλωσης εντόμων θα πρέπει να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στο μάρκετινγκ τροφίμων με βάση τα έντομα. Επιπρόσθετα, είναι πιθανό ότι τα τρόφιμα που ενσωματώνουν έντομα τα οποία δεν θα φαίνονται θα λάβουν υψηλότερο ποσοστό αποδοχής από τους Έλληνες καταναλωτές και επομένως η διαφήμιση και η ανάπτυξη προϊόντων θα πρέπει να επικεντρωθούν σε αυτές τις δραστηριότητες.
Η παρούσα μελέτη είναι διερευνητική και συμβάλλει στην υπάρχουσα βιβλιογραφία για την εντομοφαγία στην Ελλάδα. Ωστόσο, έχει ορισμένους αναπόφευκτους περιορισμούς. Η μελέτη επικεντρώνεται στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, επομένως η επέκταση της έρευνας και σε άλλες περιοχές της χώρας θα είχε ενδιαφέρον. Ένας περιορισμός είναι η δημογραφική κατανομή, συγκεκριμένα η προκατάληψη του φύλου, καθώς οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες είναι γυναίκες. Επιπλέον, όλες οι ερωτήσεις σχετικά με την αποδοχή και την προθυμία υιοθέτησης προϊόντων με βάση τα έντομα ήταν εννοιολογικές και δεν επικυρώθηκαν με πραγματικά προϊόντα διατροφής ή αισθητηριακή αξιολόγηση. Παρά τους περιορισμούς αυτούς, αυτή η μελέτη παρέχει εκτενή εικόνα για τη συμπεριφορά και τις στάσεις των Ελλήνων καταναλωτών, καλύπτοντας ένα κενό πληροφόρησης για τους εμπόρους και σηματοδοτώντας έτσι τις μελλοντικές τάσεις στην ελληνική αγορά εντομοφαγίας.
Για να διαβάσετε ολόκληρη τη μελέτη πατήστε ΕΔΩ
Αναφορά: Γκινάλη, Αλκμήνη-Άννα, Ανθία Ματσακίδου, Αναστάσιος Μιχαηλίδης, και Αδαμαντίνη Παρασκευοπούλου. 2024. “How Do Greeks Feel about Eating Insects; A Study of Consumer Perceptions and Preferences” Foods 13, αρ. 19: 3199. https://doi.org/10.3390/foods13193199