Οι κίνδυνοι της υπερβολής και γιατί δεν αρκεί απλώς να παίρνουμε συμπληρώματα
Το μαγνήσιο έχει αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια σε έναν από τους πιο πολυσυζητημένους διατροφικούς συμμάχους. Από την ενίσχυση του ύπνου μέχρι τη βελτίωση της μυϊκής αποκατάστασης, όλο και περισσότεροι στρέφονται σε αυτό, είτε μέσω τροφών είτε με τη βοήθεια συμπληρωμάτων. Δεν είναι τυχαίο, καθώς το μαγνήσιο συμμετέχει σε περισσότερες από 300 βιοχημικές αντιδράσεις του ανθρώπινου σώματος, υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων τη λειτουργία των μυών και των νεύρων, τη ρύθμιση του καρδιακού ρυθμού και τη διατήρηση της οστικής υγείας.

Πλούσιες φυσικές πηγές μαγνησίου είναι οι κολοκυθόσποροι, τα μαύρα φασόλια, οι μπανάνες, το σπανάκι και το ψωμί ολικής άλεσης. Οι γυναίκες χρειάζονται περίπου 310–320 mg ημερησίως, ενώ οι άνδρες 400–420 mg. Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των ΗΠΑ, περίπου το 50% των Αμερικανών δεν καταφέρνει να καλύψει τη συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη.
Αυτός είναι και ο λόγος που τα συμπληρώματα έχουν αποκτήσει τόσο μεγάλη απήχηση. Μια πολυβιταμίνη μπορεί να παρέχει γύρω στα 100 mg μαγνησίου, ενώ ειδικά σκευάσματα φτάνουν ή και ξεπερνούν τα 250 mg. Επιπλέον, ορισμένα αντιόξινα ή καθαρτικά μπορεί να περιέχουν έως και 500 mg ανά δόση. Αν και αυτό διευκολύνει την κάλυψη των διατροφικών αναγκών, εγκυμονεί και κινδύνους.
Η υπερβολική πρόσληψη μαγνησίου, κυρίως μέσω συμπληρωμάτων, μπορεί να προκαλέσει σοβαρές παρενέργειες. Η τοξικότητα του μαγνησίου συνδέεται με επικίνδυνα χαμηλή αρτηριακή πίεση, διαταραχές στον καρδιακό ρυθμό και, σε ακραίες περιπτώσεις, ακόμη και θάνατο. Η καρδιά μπορεί να παρουσιάσει αρρυθμίες, ιδιαίτερα όταν οι κατώτεροι θάλαμοί της παύουν να λειτουργούν φυσιολογικά, οδηγώντας σε δραματική μείωση της κυκλοφορίας του αίματος. Πρόκειται για μια κατάσταση που απαιτεί άμεση ιατρική παρέμβαση.
Το σώμα, όταν είναι υγιές, φροντίζει να αποβάλλει την περίσσεια μαγνησίου μέσω των νεφρών, καθιστώντας εξαιρετικά δύσκολη την υπερδοσολογία μέσω της διατροφής. Όμως τα συμπληρώματα είναι πολύ πιο πυκνά σε περιεκτικότητα, γι’ αυτό και έχει τεθεί ανώτατο ημερήσιο όριο τα 350 mg από μη διατροφικές πηγές. Στους ηλικιωμένους ή σε όσους αντιμετωπίζουν προβλήματα νεφρικής λειτουργίας, ο κίνδυνος τοξικότητας είναι ακόμη μεγαλύτερος.
Μια μελέτη που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Rejuvenation Research έδειξε πως ηλικιωμένοι με συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια και υψηλά επίπεδα μαγνησίου είχαν μειωμένο προσδόκιμο ζωής κατά πέντε μήνες σε σύγκριση με εκείνους με φυσιολογικά επίπεδα. Εμφάνιζαν επίσης αυξημένη ευθραυστότητα και χειρότερη νεφρική λειτουργία.
Άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, προβλήματα απορρόφησης ή διαταραχές χρήσης αλκοόλ ενδέχεται να παρουσιάσουν χαμηλά επίπεδα μαγνησίου. Οι έφηβοι και οι ηλικιωμένοι άνδρες ανήκουν επίσης σε πληθυσμιακές ομάδες υψηλού κινδύνου. Τέλος, το μαγνήσιο δεν είναι αθώο ούτε ως προς τις αλληλεπιδράσεις του με φάρμακα. Μπορεί να μειώσει την απορρόφηση ορισμένων αντιβιοτικών ή διφωσφονικών, ενώ ο συνδυασμός του με καλιοσυντηρητικά διουρητικά μπορεί να περιορίσει την ικανότητα του οργανισμού να αποβάλει περίσσεια μετάλλων.