Πρόκειται για μια απορία που κατά καιρούς απασχόλησε όλους όσους – ή έστω τους περισσότερους – που έχουν δοκιμάσει τις ικανότητές τους στη μαγειρική.
Η διττανθρακική σόδα (μερικές φορές ονομάζεται διττανθρακικό νάτριο) είναι ένας καθαρός διογκωτικός παράγοντας, δηλαδή μια ουσία που προκαλεί τη διόγκωση της ζύμης, απελευθερώνοντας αέρια μέσα σε αυτά τα μείγματα.
Η διττανθρακική σόδα είναι μια αλκαλική ουσία, η οποία χρησιμοποιείται σε συνταγές που αναμειγνύουν την υγρασία με ένα όξινο συστατικό, όπως χυμό λεμονιού ή σοκολάτα μαζί, για να φουσκώσει το μείγμα.
Στην πραγματικότητα και η μαγειρική σόδα είναι το ίδιο πράγμα, απλά οι συνταγές από το Ηνωμένο Βασίλειο το ονομάζουν διττανθρακική σόδα, ενώ οι συνταγές από την Αμερική το αναφέρουν συνήθως ως μαγειρική σόδα.
Τι είναι το μπέικιν πάουντερ;
Πρόκειται για μια εντελώς διαφορετική ουσία, αφού είναι διττανθρακική σόδα προαναμεμιγμένη με ένα ξηρό όξινο συστατικό που προκαλεί αύξηση του ψησίματος όταν αναμιγνύεται με υγρά συστατικά.
Συνήθως αποτελείται από δύο μέρη κρέμας ταρτάρ με ένα μέρος διττανθρακικής σόδας. Όταν προσθέσουμε υγρασία στη σκόνη, εκπέμπει διοξείδιο του άνθρακα που ελαφραίνει το μείγμα.
Η διττανθρακική σόδα είναι πολύ πιο ισχυρή από το μπέικιν πάουντερ, επομένως, δεν μπορούμε εύκολα να αντικαταστήσουμε το ένα με το άλλο χωρίς να τροποποιήσουμε κατάλληλα τις συνταγές.
Ένας καλός εμπειρικός κανόνας είναι να θεωρούμε ότι οι διττάνθρακή σόδα είναι τρεις ή τέσσερις φορές ισχυρότερη, οπότε αν η συνταγή απαιτεί ένα κουταλάκι του γλυκού μπέικιν πάουντερ, το αντικαθιστούμε με μισό κουταλάκι του γλυκού διττανθρακική σόδα.
Θα χρειαστεί, επίσης, περισσότερη οξύτητα στο μείγμα για να την αντισταθμίσουμε, οπότε καλό είναι να το ανακατέψουμε με ένα επιπλέον κουταλάκι του γλυκού χυμό λεμονιού ή ξύδι.