Μόλις πριν από 15 ημέρες ο πρόεδρος του Συνεταιρισμού Κροκοπαραγωγών Κοζάνης Βασίλης Μητσόπουλος σε συνέντευξή του έκανε λόγο για την καλύτερη χρονιά των τελευταίων ετών αν και επεσήμανε την έλλειψη εργατικού δυναμικού και τις δυσκολίες λόγω covid. Σήμερα όμως μιλώντας στο ΑΠΕ δήλωσε ότι η φετινή παραγωγή κρόκου στην Κοζάνη, με τις ασυνήθιστες για την εποχή καιρικές συνθήκες να έχουν λαβώσει το άνθος του φυτού, αναμένεται μειωμένη σε ποσοστό άνω του 30%.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του «Αναγκαστικού Συνεταιρισμού Κροκοπαραγωγών Κοζάνης», Βασίλη Μητσόπουλο, «οι βροχές της προηγούμενης εβδομάδας, σε συνδυασμό με την έντονη ομίχλη που ακολούθησε, κατέστρεψαν το άνθος του κρόκου, το οποίο έπεσε στο χώμα». Ο ίδιος εξήγησε πως οι κροκοπαραγωγοί Κοζάνης, οι μοναδικοί επί ελληνικού εδάφους, θα επιχειρήσουν να ισοσκελίσουν τη φετινή αναμενόμενη ζημιά, με αύξηση στην τιμή του τελικού προϊόντος κατά 10%, από τις αρχές του 2022.
«Αυτή η αύξηση δεν θα μας κάνει πλούσιους, αλλά θα μας δώσει τη δυνατότητα να καλύψουμε μέρος των εξόδων μας, που ολοένα και αυξάνονται, λόγω και των συνθηκών που επικρατούν σε παγκόσμιο επίπεδο» επισήμανε, παραπέμποντας – μεταξύ άλλων – στην αύξηση των τιμών ενέργειας, πετρελαίου και αγροεφοδίων, υπό το πρίσμα μάλιστα της έλλειψης εργατικών χεριών, «που κάθε χρόνο η εύρεσή τους γίνεται ολοένα και με μεγαλύτερη δυσκολία».
5.500 στρέμματα, 1.200 ευρώ το κιλό
Σημειώνεται ότι οι 925 οικογένειες στον νομό Κοζάνης, καλλιεργούν συνολικά 5.500 στρέμματα, με τη μέση ετήσια παραγωγή να κυμαίνεται σε 2,5-3 τόνους και το κόστος παραγωγής, να διαμορφώνεται στα 400 ευρώ με 500 ευρώ το στρέμμα, ανάλογα και με τη διαχείριση που κάποιος παραγωγός κάνει και υπό την προϋπόθεση ότι διαθέτει φυτικό κεφάλαιο, η αξία του οποίου ανέρχεται στα 1.000 ευρώ/στρέμμα. Η τιμή πώλησης ανά κιλό, σύμφωνα με τον κ. Μητσόπουλο, διαμορφώνεται σήμερα στα 1.200 ευρώ, ενώ το προϊόν διατίθεται κατά 70% στο εξωτερικό, κυρίως σε Ισπανία, Ιταλία και Γαλλία και το υπόλοιπο 30% απορροφάται στην ελληνική αγορά. Για την αγορά της Κίνας και τις προσπάθειες που έγιναν για την έναρξη εξαγωγών κρόκου Κοζάνης, ο κ. Μητσόπουλος επισήμανε ότι «παρά τον αρχικό ενθουσιασμό και τις υψηλές προσδοκίες, τελικά το εγχείρημα δεν απέδωσε καρπούς και όπως φαίνεται δεν θα “περπατήσει” καθόλου».
Υπογραμμίζοντας πως «κάθε πέρυσι και καλύτερα», ο κ. Μητσόπουλος επανέφερε το θέμα της συνδεδεμένης ενίσχυσης στον κρόκο, με στόχο να στηριχθεί το εισόδημα των καλλιεργητών και σημείωσε, ότι μόνο η παροχή οικονομικών κινήτρων θα μπορούσε να δελεάσει τους νέους να ασχοληθούν με την κροκοκαλλιέργεια, που είναι ιδιαίτερα απαιτητική ως ενασχόληση. Στο πλαίσιο αυτό τόνισε ότι με βάση έρευνα που έγινε, το 70% των κροκοκαλλιεργητών είναι ηλικίας από 50 έως και 75 χρόνων και πως «αν δεν αντιστραφεί η αναλογία με τους νέους, το μέλλον της κροκοκαλλιέργειας είναι σαφές ότι απειλείται».
Στο μεταξύ, αναφερόμενος στην έξαρση του φαινομένου νοθείας του σαφράν διεθνώς, ο κ. Μητσόπουλος επισήμανε ότι στην Ελλάδα δεν έχει παρουσιαστεί κάποιο κρούσμα αφού, όπως είπε, «έχουμε αντιληφθεί πλήρως όλοι οι κροκοκαλλιεργητές, ότι πουλώντας χύμα προϊόν, αδικούμε εμείς οι ίδιοι το προϊόν μας και τη δουλειά μας, χάνοντας την ευκαιρία και δυνατότητα να καρπωθούμε την υπεραξία του και ταυτόχρονα να φέρουμε υψηλότερο συνάλλαγμα στην εθνική οικονομία».
Ο ίδιος εξέφρασε τη στήριξή του στη συσκευασμένη διάθεση του κρόκου Κοζάνης, επισημαίνοντας πως «προβαίνουμε σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες ώστε να αλλάξουμε την αναλογία χύμα διάθεσης/συσκευασμένης από 75%-25%, στο 50%-50%».
Άλλωστε, όπως πρόσθεσε, ήδη διπλασιάστηκε η πιστοποιημένη βιολογική καλλιέργεια κρόκου, που πλέον ανέρχεται στα 2000 στρέμματα κι ενώ πληρώνεται με 100 ευρώ/κιλό περισσότερο, δεν αποκλείεται αυτό το ποσό να αυξηθεί. Έσπευσε να επισημάνει ότι «όλη η καλλιέργεια στην Κοζάνη γίνεται με βιολογικό τρόπο, απλώς δεν έχουν όλοι οι παραγωγοί την απαραίτητη έγγραφη πιστοποίηση, η οποία γίνεται με έξοδα του συνεταιρισμού».
Πηγή: ΑΠΕ