Στον “πόλεμο κατά της ζάχαρης” οι παράπλευρες απώλειες των πωλήσεων μπορούν να μειωθούν με κατάλληλη στρατηγική μάρκετινγκ.
Νέα μελέτη του Πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνας στο Chapel Hill και του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ, με τίτλο «Ο πόλεμος της ζάχαρης. Επιπτώσεις μειωμένης περιεκτικότητας σε ζάχαρη και μεγέθους συσκευασίας στην κατηγορία αναψυκτικών», εξετάζει πως επηρεάζει η μείωση ζάχαρης, τις πωλήσεις των αναψυκτικών.
Η μελέτη δείχνει πως οι προσπάθειες μείωσης της ζάχαρης από εταιρείες αναψυκτικών, λειτουργούν σημαντικά καλύτερα εάν δεν δίνουν υπερβολική έμφαση στη μειωμένη περιεκτικότητα σε ζάχαρη. Δηλαδή δεν υπάρχει επίπτωση στις πωλήσεις εάν οι ισχυρισμοί είναι πιο προσανατολισμένοι στην απόλαυση παρά στην υγεία.
Σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες υπάρχει σοβαρό πρόβλημα παχυσαρκίας και διαβήτη που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ζάχαρη. Η Ελλάδα βρίσκεται στην τρίτη (3η) θέση κατάταξης μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών με υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά κάτω των 5 ετών, ενώ, 1 στους 3 ενήλικες στις ΗΠΑ είναι υπέρβαροι και το 58% αυτών εκφράζουν την επιθυμία να μειώσουν τη ζάχαρη, προκειμένου να αποφύγουν τέτοιου είδους ασθένειες. Αυτές, αυξάνουν σε μεγάλο βαθμό το κόστος υγειονομικής περίθαλψης το οποίο θα μπορούσε να μειωθεί αρκετά μόνο με μια μείωση της τάξεως του 8%-10%, της κατανάλωσης της. Αυτό θα επέφερε εξοικονόμηση 110 δισεκατομμυρίων δολαρίων, στον τομέα της υγείας στη χώρα.
Σύμφωνα με τους ερευνητές “Παρά τις σαφείς ενδείξεις των αρνητικών συνεπειών της κατανάλωσης ζάχαρης, η πρόσληψη των καταναλωτών αυξάνεται σταθερά με τα χρόνια. Αυτό υποδηλώνει ότι δεν αρκεί για τους καταναλωτές να θέλουν να μειώσουν την πρόσληψη ζάχαρης. Οι εταιρείες πρέπει να προσφέρουν ελκυστικά προϊόντα που μπορούν να βοηθήσουν στη μείωση της κατανάλωσης ζάχαρης”.
Οι ερευνητές εξετάζουν δυο τρόπους μείωσης της ζάχαρης,
1. μειώνοντας την περιεκτικότητα και
2. συρρικνώνοντας το μέγεθος του αναψυκτικού.
Η μείωση της περιεκτικότητας σε ζάχαρη συνήθως εμφανίζεται με την κυκλοφορία ενός νέου προϊόντος που περιέχει λιγότερη ή καθόλου ζάχαρη. Αυτή η τακτική εφαρμόζεται αυτή τη στιγμή από κολοσσούς στον τομέα των αναψυκτικών όπως η PepsiCo η οποία έχει μειώσει στο μισό της ποσότητας της ζάχαρης σε πολλά προϊόντα.
Ο άλλος τρόπος που αναφέρεται στον περιορισμό της ζάχαρης μέσω της μείωσης του μεγέθους της συσκευασίας, ουσιαστικά επιτυγχάνει μικρότερη πρόσληψη ζάχαρης ενώ η ποσοστιαία περιεκτικότητα είναι η ίδια.
Ωστόσο η αποτελεσματικότητα αυτών των τακτικών εξαρτάται από την επισήμανση, την επωνυμία και τη συσκευασία. Αυτοί οι παράγοντες συντελούν στον τρόπο με τον οποίο η στρατηγική μείωσης της ζάχαρης επηρεάζει τις πωλήσεις.
Αρχικά οι επωνυμίες θα πρέπει να δώσουν έμφαση στην επισήμανση της ετικέτας των συσκευασιών, ως προς τους ισχυρισμούς υγιεινού ή μη. Για παράδειγμα, η Pepsi δίνει έμφαση στην απόλαυση και υπογραμμίζει τη χρήση ζάχαρης σε ορισμένες περιπτώσεις (π.χ. “Made with Real Sugar”), ενώ το Mountain Dew τονίζει την απουσία ζάχαρης (π.χ. “Zero Sugar”).
Επίσης, όσον αφορά την επωνυμία, παίζει μεγάλο ρόλο αν το προϊόν θα κυκλοφορήσει με το εμπορικό του σήμα ή με μια υποκατηγορία αυτού. Για παράδειγμα, η Coca-Cola κυκλοφόρησε πρόσφατα προϊόντα μηδενικής ζάχαρης με την ονομασία Coca-Cola, όχι μια υποκατηγορία όπως η Coke Zero.
Τέλος, όσον αφορά τη συσκευασία θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα προϊόντα ανά συσκευασία, καθώς τα μεμονωμένα είδη περιορίζουν την κατανάλωση.
Η ανάλυση σχεδόν 130.000 προϊόντων από σχεδόν 80 επωνυμίες σε διάστημα 11 ετών στην κατηγορία αναψυκτικών των ΗΠΑ δείχνει ότι κατά μέσο όρο, τα προϊόντα με μειωμένη ζάχαρη συγκρίνονται με τα κανονικά, και ότι τα μικρότερα μεγέθη έχουν καλύτερη απόδοση από τα κανονικά. Επίσης, προκύπτει πως οι καταναλωτές δεν ενδιαφέρονται τόσο για τις ενδείξεις υγιεινού που παρουσιάζονται μέσα από υποκατηγορίες, όσο για τις ενδείξεις απόλαυσης. Για παράδειγμα, η Zero Sugar της Coca-Cola επανασχεδιάστηκε το 2021 για να μοιάζει πολύ με την κανονική Coca-Cola και όχι με την προηγούμενη Coca Cola Zero.