Ένα επαναστατικό μοντέλο προβλέπει πως επηρεάζουν το μικροβίωμα και τον μεταβολισμό.
Οι γαλακτωματοποιητές, που χρησιμοποιούνται ευρέως στη βιομηχανία τροφίμων, περιέχονται σε πολλά καθημερινά προϊόντα, όπως ψωμί, παγωτά και φυτικά γάλατα. Δεδομένης της πανταχού παρουσίας τους στη διατροφή, οι πιθανές επιπτώσεις τους στην ανθρώπινη υγεία αποτελούν πλέον ένα κρίσιμο ζήτημα δημόσιας υγείας.
Ο Benoit Chassaing, διευθυντής ερευνών του Inserm και επικεφαλής της ομάδας «Αλληλεπιδράσεις μικροβίων-ξενιστών» στο Ινστιτούτο Παστέρ, έχει ήδη τεκμηριώσει ότι αυτοί οι πρόσθετοι παράγοντες ενδέχεται να επηρεάζουν αρνητικά το εντερικό μικροβίωμα, προάγοντας χρόνιες φλεγμονώδεις παθήσεις και μεταβολικές διαταραχές.
- ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ | Πότε “λήγουν” τα μαξιλάρια;
Σε νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Gut, ο Chassaing και η ομάδα του παρουσίασαν ένα επαναστατικό σύστημα μοντελοποίησης του ανθρώπινου μικροβιόκοσμου, ικανό να προβλέπει την ατομική ευαισθησία στους γαλακτωματοποιητές μέσω ενός απλού δείγματος κοπράνων. Αυτή η καινοτόμος ανακάλυψη ανοίγει τον δρόμο για μια εξατομικευμένη διατροφική προσέγγιση, που στοχεύει στη διατήρηση της καλής υγείας του εντέρου και του μεταβολισμού.
Η βιομηχανία τροφίμων προσθέτει γαλακτωματοποιητές στα προϊόντα για να βελτιώσει την υφή και να παρατείνει τη διάρκεια ζωής τους. Ωστόσο, αυξανόμενες έρευνες δείχνουν ότι αυτά τα πρόσθετα μπορεί να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία του εντέρου.
Το 2015 ο Chassaing μελέτησε τις επιπτώσεις της καρβοξυμεθυλοκυτταρίνης (CMC), ενός γαλακτωματοποιητή που βρίσκεται σε προϊόντα όπως βιομηχανικά τσουρέκια, ψωμί και παγωτά. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η μακροχρόνια κατανάλωσή της μπορεί να προκαλέσει διαταραχές στο μικροβίωμα, οδηγώντας σε χρόνιες φλεγμονές και μεταβολικές απορρυθμίσεις.
Σε μια κλινική δοκιμή, η ερευνητική ομάδα διαπίστωσε ότι η αντίδραση στους γαλακτωματοποιητές δεν είναι η ίδια για όλους. Ορισμένοι άνθρωποι, που χαρακτηρίζονται ως «ευαίσθητοι», εμφάνισαν έντονες διαταραχές στο μικροβίωμά τους, ενώ άλλοι παρέμειναν ανεπηρέαστοι. Η διαπίστωση αυτή υπογραμμίζει την ανάγκη για βαθύτερη κατανόηση της ατομικής ευαισθησίας στα πρόσθετα τροφίμων.
Για να διερευνήσει αυτούς τους μηχανισμούς, η ομάδα του Chassaing ανέπτυξε ένα εργαστηριακό σύστημα μοντελοποίησης της ανθρώπινης μικροβιακής χλωρίδας, το οποίο επιτρέπει την ανάλυση της επίδρασης της CMC σε διαφορετικά μικροβιώματα. Οι δοκιμές έδειξαν ότι ορισμένα μικροβιώματα είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα, ενώ άλλα είναι ανθεκτικά.
Η εγκυρότητα αυτής της προσέγγισης επιβεβαιώθηκε μέσω πειραμάτων σε ποντίκια, στα οποία μεταφέρθηκαν μικροβιώματα ανθρώπων με διαφορετικά επίπεδα ευαισθησίας. Τα ποντίκια που έφεραν ευαίσθητα μικροβιώματα παρουσίασαν σοβαρή κολίτιδα μετά την κατανάλωση CMC, αποδεικνύοντας την αξιοπιστία της πρόβλεψης.
Χρησιμοποιώντας δείγματα κοπράνων, οι ερευνητές κατάφεραν να εντοπίσουν μια μεταγονιδιωματική υπογραφή – ένα σύνολο γενετικών χαρακτηριστικών των εντερικών βακτηρίων που καθορίζει εάν ένα άτομο είναι ευαίσθητο ή ανθεκτικό στους γαλακτωματοποιητές.
Αυτό σημαίνει ότι μέσω μιας απλής μοριακής ανάλυσης, μπορεί πλέον να προβλεφθεί εάν ένα άτομο διατρέχει αυξημένο κίνδυνο φλεγμονωδών αντιδράσεων από την κατανάλωση αυτών των πρόσθετων.