Aμερικανική μελέτη συνιστά πως πάνω από το 90% των περιπτώσεων λιστερίωσης προέρχονται από αλλαντικά, ακολουθούμενα από έτοιμες για κατανάλωση σαλάτες με μόλις λιγότερο από 5%.
Mια νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο International Journal of Food Microbiology, με τίτλο «Μοντέλο ποσοτικής αξιολόγησης κινδύνου για τη διερεύνηση του αντίκτυπου στη δημόσια υγεία των ποικίλων επιτρεπόμενων επιπέδων Listeria monocytogenes σε διαφορετικά προϊόντα διατροφής: Μια αναδρομική ανάλυση» του Τμήματος Επιστημών Περιβαλλοντικής Υγείας στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα απεικονίζει τις κύριες αιτίες πρόκλησης λιστερίωσης στις ΗΠΑ.
Στόχος της μελέτης ήταν να καταγραφούν τυχόν αλλαγές στον επιπολασμό και τα επίπεδα συγκέντρωσης της Listeria monocytogenes σε διάφορα προϊόντα, όπως έτοιμες σαλάτες αλλαντικά, θαλασσινά και τυρί τα τελευταία 30 χρόνια. Επιπλέον, αποτέλεσε αφορμή για να εκτιμηθεί η καθαρή επίδραση μέτρων, όπως των ανακλήσεων προϊόντων στη δημόσια υγεία.
Η μελέτη διαπίστωσε ότι ο συνολικός αριθμός των εκτιμώμενων περιπτώσεων λιστερίωσης στις ΗΠΑ ήταν μεταξύ 1.044 και 2.089 και η πιθανότητα μόλυνσης στον ευπαθή πληθυσμό σε αυτές, όπως έγκυες ή ηλικιωμένοι, είναι ως και 10.000 φορές υψηλότερο από τον γενικό πληθυσμό! Οι ευπαθείς στη λιστερίωση ομάδες αποτελούν το 46,9% έως 80,1% των συνολικών περιπτώσεων μολύνσεων από αυτήν.
Διαπιστώθηκε ότι το ντελικατέσεν κρέας και τα αλλαντικά ήταν υπεύθυνα για λιστεριώσεις σε ποσοστό μεγαλύτερο από 90%. Ακολουθούσαν οι έτοιμες προς κατανάλωση σαλάτες (RTE) με λιγότερο από 5%, ενώ το μαλακό και ημίμαλακο τυρί και τα θαλασσινά έτοιμα προς κατανάλωση αντιπροσώπευαν το 0,5 έως 1,0% των περιπτώσεων λιστερίωσης. Τέλος, τα κατεψυγμένα λαχανικά αντιπροσώπευαν το 0,2 έως 0,3% των περιπτώσεων.
Η μελέτη προτείνει ότι η εισαγωγή δοκιμών παρτίδα προς παρτίδα και ο καθορισμός επιτρεπόμενων ποσοτικών ρυθμιστικών ορίων για προϊόντα χαμηλού κινδύνου (έτοιμα προς κατανάλωση) μπορεί να μειώσει τον αντίκτυπο της Listeria στη δημόσια υγεία και να βελτιώσει τη διαθεσιμότητα δεδομένων απαρίθμησης.