Η μείωση της χρήσης και η βελτίωση της παρακολούθησης μπορούν να συμβάλουν στην αντιμετώπιση της αντιμικροβιακής ρύπανσης από την κτηνοτροφία και την ιχθυοκαλλιέργεια.
Ενώ η χρήση αντιμικροβιακών φαρμάκων σε εκτρεφόμενα ζώα και στην υδατοκαλλιέργεια έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη, η συνεχιζόμενη παρουσία αντιμικροβιακών καταλοίπων στο περιβάλλον ενέχει κινδύνους για τα οικοσυστήματα και την ανθρώπινη υγεία, σύμφωνα με ενημερωτικό δελτίο του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος (ΕΟΠ) που δημοσιεύθηκε σήμερα.
Η διευρυμένη παρακολούθηση των αντιμικροβιακών ουσιών στα ευρωπαϊκά ύδατα θα μπορούσε να συμβάλει στην καλύτερη κατανόηση της αποτελεσματικότητας των δράσεων για τη μείωση της χρήσης αντιμικροβιακών φαρμάκων, σύμφωνα με το ενημερωτικό δελτίο του ΕΟΠ με τίτλο «Veterinary antimicrobials in Europe’s environment: a One Health perspective» (Κτηνιατρικά αντιμικροβιακά στο περιβάλλον της Ευρώπης: η προοπτική της προσέγγισης «Μία υγεία». Η παρακολούθηση αυτή θα μπορούσε επίσης να συμβάλει στον εντοπισμό των σημείων ρύπανσης και στην καλύτερη αξιολόγηση των δυνητικών επιπτώσεων στους ανθρώπους, τα ζώα και το περιβάλλον.
Η αξιολόγηση εξετάζει συγκεκριμένα τη χρήση αντιμικροβιακών ουσιών για ζώα παραγωγής τροφίμων και τον αντίκτυπό τους στο περιβάλλον. Αυτά τα φάρμακα χρησιμοποιούνται συνήθως για την πρόληψη ή τη θεραπεία λοιμώξεων στην κτηνοτροφία και στην υδατοκαλλιέργεια. Μπορούν επίσης να βοηθήσουν στη θεραπεία ασθενειών σε ανθρώπους και κατοικίδια ζώα, ωστόσο, η χρήση τους μπορεί επίσης να έχει αρνητικό αντίκτυπο στο περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία.
Η ΕΕ έχει αναγνωρίσει ότι υπάρχει ανάγκη να μειωθεί η περιττή χρήση αντιμικροβιακών τόσο στον άνθρωπο όσο και στα ζώα. Η μείωση της χρήσης στα εκτρεφόμενα ζώα και στην υδατοκαλλιέργεια κατά 50 % έως το 2030, με βάση τα επίπεδα του 2018, περιλαμβάνεται ρητά ως στόχος στη στρατηγική «από το αγρόκτημα στο πιάτο» και στο σχέδιο δράσης μηδενικής ρύπανσης. Τα καλά νέα είναι ότι η χρήση αντιμικροβιακών ουσιών σε ζώα παραγωγής τροφίμων (εκτρεφόμενα ζώα και υδατοκαλλιέργεια) μειώθηκε κατά περίπου 28 % μεταξύ 2018 και 2022. Τα κράτη μέλη της ΕΕ μπορούν να επιτύχουν τον στόχο για το 2030, ωστόσο, θα πρέπει να συνεχίσουν να αναλαμβάνουν δράση. Στην ενημέρωση επισημαίνεται ότι τα μέτρα για τη μείωση της χρήσης αντιμικροβιακών ουσιών και η ανάγκη χρήσης τους, σύμφωνα με την ιεράρχηση της μηδενικής ρύπανσης, είναι ουσιαστικής σημασίας για την πρόληψη της απελευθέρωσής τους στο περιβάλλον.
Μια πρόκληση για την υγεία και το περιβάλλον
Πολλές αντιμικροβιακές ουσίες απορροφώνται μόνο εν μέρει από τα ζώα και τα υπολείμματα καταλήγουν στο περιβάλλον, μεταξύ άλλων ως μέρος της κοπριάς και της ιλύος καθαρισμού λυμάτων που διασπείρεται σε γεωργικές εκτάσεις ως λίπασμα. Ομοίως, οι αντιμικροβιακές ουσίες που χορηγούνται στα εκτρεφόμενα ψάρια μπορούν να καταλήξουν στα υδάτινα συστήματα. Μόλις βρεθούν στο έδαφος ή στο νερό, αυτές οι ενώσεις μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο τα οικοσυστήματα, μεταβάλλοντας τις μικροβιακές κοινότητες και επηρεάζοντας τις λειτουργίες τους.
Η παρουσία αντιμικροβιακών καταλοίπων και ανθεκτικών στα αντιμικροβιακά βακτηρίων και γονιδίων στο περιβάλλον θα μπορούσε επίσης να συμβάλει στην εμφάνιση και εξάπλωση της μικροβιακής αντοχής (AMR). Οι ανθεκτικές στα αντιμικροβιακά λοιμώξεις εκτιμάται ότι προκαλούν πάνω από 35.000 θανάτους ανθρώπων ετησίως σε όλες τις χώρες του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, σύμφωνα με την ενημέρωση. Οι λοιμώξεις που αποκτώνται σε χώρους υγειονομικής περίθαλψης αντιπροσωπεύουν επί του παρόντος την πλειονότητα όλων των ανθεκτικών λοιμώξεων, αλλά απαιτούνται περισσότερα δεδομένα για να διερευνηθεί η συμβολή της χρήσης αντιμικροβιακών ουσιών σε ζώα παραγωγής τροφίμων σε αυτό το φορτίο της νόσου. Ωστόσο, οι χώρες που έχουν μειώσει τη συνολική κατανάλωση αντιμικροβιακών ουσιών έχουν δει μείωση των ανθεκτικών βακτηρίων.
Σημαντική έλλειψη πληροφοριών και γνώσεων υπάρχει σε ολόκληρη την Ευρώπη σχετικά με την παρουσία αντιμικροβιακών καταλοίπων και ανθεκτικών στα αντιμικροβιακά βακτηρίων και γονιδίων στο περιβάλλον, σύμφωνα με την ενημέρωση του ΕΟΠ. Η κάλυψη αυτών των κενών είναι απαραίτητη για τη βελτίωση της εκτίμησης κινδύνου των αντιμικροβιακών κτηνιατρικών φαρμάκων, την ενίσχυση της επιτήρησης και της έγκαιρης προειδοποίησης, καθώς και τον εντοπισμό των πιο αποτελεσματικών λύσεων για τη διαχείριση των κινδύνων, αναφέρει η ενημέρωση.
Προσέγγιση «μίας υγείας»
Η ενημέρωση υπογραμμίζει τη σημασία της αντιμετώπισης των κινδύνων που προκύπτουν στη διεπαφή της υγείας των ανθρώπων, των ζώων και των οικοσυστημάτων μέσω μιας προσέγγισης «Μία υγεία», αναγνωρίζοντας ότι κανένας κλάδος ή τομέας της κοινωνίας δεν μπορεί να μετριάσει αυτούς τους κινδύνους μεμονωμένα. Η εφαρμογή αυτής της προσέγγισης είναι καίριας σημασίας για να καταστούν η ΕΕ και τα κράτη μέλη της καλύτερα εξοπλισμένα για την πρόληψη, την πρόβλεψη, τον εντοπισμό και την αντιμετώπιση απειλών κατά της υγείας, μειώνοντας παράλληλα τις ανθρώπινες πιέσεις στο περιβάλλον.
Ειδικότερα, η ενημέρωση στηρίζει το ευρύτερο έργο των οργανισμών της ΕΕ για την εφαρμογή «Μία υγεία», καθώς και τη συμμετοχή του ΕΟΠ στη διοργανική ειδική ομάδα «Μία υγεία» της ΕΕ, η οποία περιλαμβάνει το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC), τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Χημικών Προϊόντων (ECHA), την Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA) και τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (EMA).
Σήμερα, οι πέντε οργανισμοί της ΕΕ δημοσίευσαν επίσης κοινό πλαίσιο δράσης για τη στήριξη της εφαρμογής του θεματολογίου «Μία υγεία». Η ειδική ομάδα θα εργαστεί για την εφαρμογή του σχεδίου κατά την επόμενη τριετία (2024-2026), εστιάζοντας σε πέντε στρατηγικούς στόχους: στρατηγικός συντονισμός, συντονισμός της έρευνας, ανάπτυξη ικανοτήτων, επικοινωνία και συμμετοχή των ενδιαφερόμενων μερών, καθώς και κοινές διυπηρεσιακές δραστηριότητες. Αυτό θα διασφαλίσει ότι οι επιστημονικές συμβουλές που παρέχονται από τους οργανισμούς ενσωματώνονται όλο και περισσότερο, ότι ενισχύεται η βάση τεκμηρίωσης για την προσέγγιση «Μία υγεία» και ότι οι οργανισμοί είναι σε θέση να συμβάλλουν με ενιαία φωνή στο θεματολόγιο «Μία υγεία» στην ΕΕ.