Πώς ξεκίνησε η άνοδος των τιμών τροφίμων, ποια η εξέλιξή της κατάστασης μέχρι το σήμερα και πώς θα φτάσουμε σε μια οριστική επίλυσή της;
Οι πρώτες αυξήσεις στα τρόφιμα ήρθαν με την έλευση του COVID-19. Έκτοτε, η εφοδιαστική αλυσίδα αντιμετώπισε πολύπλευρες πιέσεις, με τρόφιμα και πρώτες ύλες να πηγαίνουν χαμένες και ανεκμετάλλευτες, λόγω της έλλειψης διαθέσιμων φορτηγών για τη μεταφορά αγαθών στα καταστήματα.
Επίσης, τα ράφια άδειαζαν, επειδή οι καταναλωτές φοβούμενοι το lockdown έκαναν αγορές πανικού με αποτέλεσμα τα σουπερμάρκετμάζευαν πλήθος τροφίμων στα σπίτια τους και τα καταστήματα έμειναν χωρίς αρκετά εργατικά χέρια, αφού μετανάστες πήγαιναν πίσω στις χώρες και τις πόλεις τους. Από τότε, ξεκίνησε μια αλυσίδα προβλημάτων στον τομέα των τροφίμων, τα οποία διαρκώς εντείνονται.
Πολλές χώρες αντιμετώπισαν ζητήματα με τις καλλιέργειές τους, εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Βραζιλία που είναι ο νούμερο ένα εξαγωγέας σόγιας στον κόσμο ή την Τουρκία, σημαντικό παγκόσμιο εξαγωγέα φουντουκιού.
Έπειτα, ήρθε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η οποία προκάλεσε μερικές από τις μεγαλύτερες ελλείψεις και ανατιμήσεις στην ιστορία σε σιτάρι, ηλιέλαιο, κριθάρι, καλαμπόκι κ.α. , των οποίων οι 2 χώρες ήταν κορυφαίοι εξαγωγείς. Αυτό συμβαίνει, τόσο εξαιτίας των περιορισμών στα Ουκρανικά λιμάνια και την έλλειψη σε αγροτικά χέρια λόγω του πολέμου στη χώρα όσο και εξαιτίας του εμπάργκο προς τη Ρωσία. Πολλές χώρες για να μπορέσουν να συντηρηθούν ξεκίνησαν να αποθηκεύουν τρόφιμα και να σταματάνε τις εξαγωγές τους, όπως η Ινδονησία που απαγόρευσε τις περισσότερες εξαγωγές φοινικέλαιου στα τέλη Απριλίου για να εξασφαλίσει τις εγχώριες προμήθειες μαγειρικού λαδιού. Άλλες χώρες, για να καλύψουν το κενό, προσπαθούν να αυξήσουν τις παραγωγές τους, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Ινδία και το σιτάρι η οποία επίσης σταμάτησε τις εξαγωγές.
Ποια προϊόντα επηρεάστηκαν περισσότερο
Καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας, οι υψηλές τιμές φυτικών ελαίων συνέβαλαν στην αύξηση του ευρύτερου κόστους των τροφίμων. Από τον πόλεμο στην Ουκρανία και έπειτα, βέβαια, οι τιμές των δημητριακών σημείωσαν απίστευτα υψηλά επίπεδα αυξήσεων, με αποτέλεσμα να επηρεάζονται αλεύρι, ψωμί, σιτηρά κ.α. Οι τιμές των γαλακτοκομικών και του κρέατος έφτασαν σε ρεκόρ τον Απρίλιο, σύμφωνα με την υπηρεσία τροφίμων του ΟΗΕ, αντανακλώντας τη συνεχώς αυξανόμενη παγκόσμια ζήτηση για πρωτεΐνες και τις υψηλές τιμές για τις ζωοτροφές. Επιπλέον, η γρίπη των πτηνών στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική επηρέασε τις τιμές των αυγών και των πουλερικών, με περεταίρω αυξήσεις να αναμένονται σε αυτά τα είδη.
Πότε αναμένεται μείωση στις τιμές;
Όσον αφορά στο πότε θα μειωθούν οι τιμές σε φυσιολογικά επίπεδα, είναι δύσκολο να προσδιοριστεί, καθώς πέρα από τον πόλεμο, παράγοντες, όπως η κλιματική αλλαγή δεν περνούν και εντελώς από το χέρι των ανθρώπων δεδομένου ότι η αγροτική παραγωγή εξαρτάται από δύσκολα προβλέψιμους παράγοντες όπως ο καιρός. Ωστόσο, επειδή ο πόλεμος στην Ουκρανία αποτελεί την κύρια αναστάτωση της επισιτιστικής αλυσίδας, η αποκατάσταση της ουκρανικής παραγωγής, για αρχή, θα μπορούσε να αποκαταστήσει ένα μέρος των παγκόσμιων ελλείψεων. Η Παγκόσμια Τράπεζα, σε μια εκτίμησή της, αναμένει πτώση των τιμών των γεωργικών προϊόντων το 2023, η οποία με τη σειρά της εξαρτάται από την αύξηση των προμηθειών καλλιεργειών από την Αργεντινή, τη Βραζιλία, την Ινδία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, αναφέρει το Reuters.
Όπως σε κάθε είδους κρίση, οι άνθρωποι που επηρεάζονται περισσότερο από τις υψηλότερες τιμές των τροφίμων, ζουν στον αναπτυσσόμενο κόσμο, όπου ένα μεγαλύτερο ποσοστό των ήδη χαμηλών εισοδημάτων δαπανάται για τρόφιμα.
Το Παγκόσμιο Δίκτυο κατά των επισιτιστικών κρίσεων, που ιδρύθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση, ανέφερε σε ετήσια έκθεση ότι η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την παγκόσμια επισιτιστική ασφάλεια, ειδικά σε χώρες που αντιμετωπίζουν επισιτιστική κρίση, όπως το Αφγανιστάν, η Αιθιοπία, η Αϊτή, η Σομαλία, Νότιο Σουδάν, Συρία και Υεμένη, στην οποία επίσης βρίσκεται ένας αιματηρός πόλεμος εν εξελίξει. Όσον αφορά σε χώρες που βρίσκονται ακόμα και εντός της Ευρώπης, αλλά είναι φτωχότερες, αντιμετωπίζουν επίσης με μεγάλη δυσκολία τις αυξήσεις. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί και η Ελλάδα, η οποία έκλεισε τον Απρίλιο με πληθωρισμό 10,2%.