Πως προκύπτει η ονομασία του δημοφιλούς corned beef, αφού δεν περιέχει ίχνος καλαμποκιού;
Το συγκεκριμένο κρέας δεν περιέχει καλαμπόκι σε κανένα στάδιο της παρασκευής, ωστόσο που παραπέμπει το corned;
To corned beef είναι συνήθως κονσερβοποιημένο μοσχαρίσιο κρέας, αλλά παράλληλα χρησιμοποιείται σε αρκετές κουζίνες, και είναι διαδεδομένο τόσο στο Ηνωμένο Βασίλειο όσο και στην Ιρλανδία, στις Δυτικές Ινδίες και στην Ωκεανία. Ακόμα και στην Ελλάδα μερικές νοικοκυρές του ’80 το κοκκινιστό κρέας έτσι το αποκαλούσαν…
Ουσιαστικά corned beef είναι το αλατισμένο βόειο κρέας και ο όρος “corned” προέρχεται από το χοντρό αλάτι με το οποίο επεξεργάζεται. Στις περισσότερες συνταγές χρησιμοποιούνται και νιτρικά άλατα τα οποία βελτιώνουν το χρώμα και μειώνουν παράλληλα τον κίνδυνο αλλαντίασης αποτρέποντας την ανάπτυξη του βακτηρίου Clostridium botulinum.
Ο λόγος όμως που κατέληξε το corned να αναφέρεται σε χοντρό αλάτι, είναι γιατί από τα τέλη του 19ου αιώνα, οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν τη λέξη “καλαμπόκι” για να περιγράψουν έναν χοντρό κόκκο από κάτι, όπως ορίζει το Oxford English Dictionary. Το χοιρινό κρέας ήταν Corned, τα ψάρια ήταν corned και, φυσικά, το ίδιο ήταν και το βοδινό.
Σύμφωνα με το Mentalflos, μέχρι το 16ο αιώνα η συντήρηση τροφίμων με αλάτι, όπως και το κρέας, ήταν γνωστό ως “κοκκίνισμα”. Ωστόσο το corned beef ήταν πιο διαδεδομένο στην Ιρλανδία μέχρι και τον 17ο αιώνα.
Η αγάπη της Βρετανίας για το μοσχάρι ήταν γνωστή, αφού είχε δημιουργήσει ολόκληρη βιομηχανία βοοειδών στην Ιρλανδία, της οποίας ο μεγαλύτερος πληθυσμός καλλιεργούσε αγελάδες για την παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων. Το γεγονός πως γίνονταν πολλές εξαγωγές αγελάδων από την Ιρλανδία στην Αγγλία, έβλαπτε την κτηνοτροφία της τελευταίας, σύμφωνα με το Smithsonian. Αυτό οδήγησε τη βρετανική κυβέρνηση την ψήφιση νόμων για τα βοειδή, που απαγόρευαν μεταξύ άλλων την εισαγωγή ιρλανδικών αγελάδων. Ωστόσο επειδή η Ιρλανδία ήδη χρησιμοποιούσε το αλάτι κατά την επεξεργασία του κρέατος, και ο φόρος αλατιού της ήταν πολύ μικρότερος από αυτόν της Αγγλίας, ξεκίνησε να εξάγει και σε άλλες χώρες. Το 1825 ο φόρος αλατιού καταργήθηκε τελείως.