Η κατανάλωση φυτικής διατροφής (PBD) σε γενικές γραμμές μπορεί να περιγραφεί ως μια ισορροπημένη κατανάλωση δημητριακών, οσπρίων, ξηρών καρπών, σπόρων, φρούτων και λαχανικών. Εκτός από τα οφέλη που έχει βρεθεί ότι έχει για την υγεία των ανθρώπων, παράλληλα βοηθάει σε πιο βιώσιμες και φιλικές για τον πλανήτη λύσεις.
Τα οφέλη είναι πολλά, όμως είναι δύσκολο για έναν καταναλωτή που έχει συνηθίσει σε παμφάγα διατροφή, να εγκαταλείψει αυτή τη συνήθεια. Για να λυθεί αυτό το θέμα, και στο πλαίσιο των προσπαθειών για στροφή σε πιο φυτική διατροφή, πολλές εταιρείες έχουν λανσάρει διάφορα υποκατάστατα ζωικών πρωτεϊνών, από plant based κρέατα, αυγά, υποκατάστατα τυροκομικών, μέχρι vegan γύρο και ό,τι άλλο μπορείτε να φανταστείτε.
Οι λύσεις των plant based υποκατάστατων κρεάτων φαίνεται να έχει εξιδανικευτεί από μια μερίδα του ακαδημαϊκού κόσμου, των επιχειρήσεων, αλλά και των καταναλωτών. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να μάθουν οι καταναλωτές αν αυτή η αντίληψη ισχύει, ή αν υπάρχουν θολά σημεία στα αποτελέσματα μιας τέτοιας διατροφής εναλλακτικών πρωτεϊνών για τον ανθρώπινο οργανισμό.
Η δημιουργία των υποκατάστατων των ζωικών τροφίμων απαιτεί την άντληση πρωτεϊνών από διάφορες πηγές. Ουσιαστικά, το τρόφιμο συντίθεται από την αρχή στο τμήμα R&D, αφού οι ειδικοί επιλέγουν ποιες πρωτεΐνες, ποιους υδατάνθρακες, λιπαρά, ίνες κ.α. θα εισαγάγουν στο νέο τους λανσάρισμα. Όλα αυτά τα συστατικά θα πρέπει να αντληθούν από κάποιες πηγές, ως μονάδες, ώστε να σχηματίσουν τελικά το σύνολο.
Το ερώτημα που εγείρεται λοιπόν, είναι αν ο τρόπος άντλησης των συστατικών, οι πηγές τους, αλλά και η επεξεργασία για τη δημιουργία του τελικού προϊόντος έχουν την θρεπτική αξία και ποιότητα που θα περίμενε ο καταναλωτής.
Όμως, οι ευεργετικές ιδιότητες των θρεπτικών συστατικών στην διατροφή του ανθρώπου βασίζονται σε ορισμένα συστατικά που ονομάζονται βιοδραστικά, και τα οποία φαίνεται να απουσιάζουν από την απομονωμένες πρωτεΐνες που χρησιμοποιούνται στα υποκατάστατα κρέατος. Και αυτό συμβαίνει λόγω της επεξεργασίας που υφίστανται τα αρχικά τρόφιμα-πηγές ώστε να διασπαστούν και να απομονωθούν στα ζητούμενα συστατικά.
Συνεπώς, η θρεπτική αξία των υποκατάστατων κρέατος με πρωτεΐνες που έχουν απομονωθεί με διαδικασίες που τους στερούν πολλά από τα βιοδραστικά συστατικά τους, τίθενται υπό αμφισβήτηση, και είναι αμφίβολο κατά πόσο είναι υγιεινά, όσο υγιεινά φυσικά αναμένει κανείς να είναι στα πλαίσια μιας φυτικής διατροφής, η οποία πραγματοποιείται για αυτόν ακριβώς το λόγο.
Η αγορά έχει κατακλυστεί από προϊόντα με υποκατάστατα κρέατος που προέρχονται από τέτοιου είδους συστατικά, χωρίς να έχουν απαντηθεί αυτά τα σημαντικά ερωτήματα ως προς τις επιδράσεις τους στην υγεία των καταναλωτών.
Η πραγματική καινοτομία όμως, θα είναι να παρασκευαστούν τα προϊόντα αυτά από συστατικά που έχουν παραληφθεί με φιλικές ως προς τα ωφέλιμα στοιχεία τους μεθόδους, και να μη χάνεται το νόημα της ύπαρξης τους στον βωμό του ανταγωνισμού, και της αυξανόμενης ζήτησης. Στόχος λοιπόν θα είναι, μια πιο προσεκτική σύνθεση των εναλλακτικών υποκατάστατων κρέατος, ώστε τα προϊόντα που φτάνουν μέχρι τον τελικό καταναλωτή να του προσφέρουν αυτό για το οποίο εξ αρχής προορίζονταν: μια υγιεινή και θρεπτική λύση, χωρίς ζωικά συστατικά.
Συνεπώς, αυτό το κενό στη γνώση μας σχετικά με τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις που μπορεί να έχουν οι φυτικές διατροφές με τέτοια συστατικά, όπως παραλαμβάνονται και τα συναντούμε τώρα, θα πρέπει να μας απασχολήσει ιδιαίτερα και να βρεθούν οι απαιτούμενες λύσεις μέσα από την επιστήμη και την τεχνολογία τροφίμων.