Η αντιμετώπιση των επιπτώσεων των υπερ-επεξεργασμένων τροφίμων απαιτεί δραστικές πολιτικές.
Τα υπερ-επεξεργασμένα τρόφιμα (UPF) έχουν αναδειχθεί σε σημαντικό ζήτημα για τη δημόσια υγεία, καθώς η κατανάλωσή τους αυξάνεται δραματικά παγκοσμίως, υποκαθιστώντας τα θρεπτικά και φυσικά τρόφιμα σε πολλές δίαιτες. Πρόκειται για βιομηχανικά παραγόμενα προϊόντα, που περιλαμβάνουν συσκευασμένα σνακ, αναψυκτικά, δημητριακά με ζάχαρη, κατεψυγμένα γεύματα και υποκατάστατα κρέατος ή γαλακτοκομικών. Τα τρόφιμα αυτά χαρακτηρίζονται από την έντονη παρουσία πρόσθετων, όπως συντηρητικά, γλυκαντικά και τεχνητές γεύσεις, τα οποία βελτιώνουν τη γεύση και τη διάρκεια ζωής τους, αλλά υποβαθμίζουν τη διατροφική τους αξία.
Η εξάπλωση αυτών των τροφίμων έχει αποδοθεί στην ευκολία χρήσης τους, το χαμηλό κόστος παραγωγής τους και το επιθετικό μάρκετινγκ που τα καθιστά ευρέως διαθέσιμα και ελκυστικά για τους καταναλωτές. Πρόσφατα έγινε γνωστή η μήνυση ενός άνδρα που διαγνώστηκε στα 16 με διαβήτη τύπου 2 και τη μη αλκοολική λιπώδη νόσο του ήπατος λόγω των υπερ-επεξεργασμένων προϊόντων 11 μεγάλων εταιρειών τροφίμων, συμπεριλαμβανομένων των Kraft Heinz, The Coca-Cola Company, PepsiCo, Nestlé USA και Mars Incorporated, τις οποίες κατηγορεί για σκόπιμη συνωμοσία για τη δημιουργία εθιστικών προϊόντων, την εμπορία τους σε παιδιά και την πυροδότηση κρίσεων υγείας στις ΗΠΑ.
Η μήνυση ισχυρίζεται ότι μεγάλες εταιρείες τροφίμων εξαγοράστηκαν από τη «Big Tobacco» τη δεκαετία του 1980 και στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκαν για να αναπτύξουν εθιστικά προϊόντα, τα οποία μέσω επιθετικού μάρκετινγκ προωθήθηκαν σε παιδιά και μειονότητες
Σύμφωνα με έρευνες, τα UPF συνιστούν το 60% της ημερήσιας πρόσληψης θερμίδων στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ στη Βρετανία, οι έφηβοι αντλούν περίπου τα δύο τρίτα των θερμίδων τους από αυτά. Αντίστοιχες τάσεις παρατηρούνται στον Καναδά και την Αυστραλία, με τις αναπτυσσόμενες χώρες όπως η Βραζιλία να ακολουθούν ταχέως, όπου τα UPF αντιπροσωπεύουν ήδη το 20% της κατανάλωσης.
Οι επιπτώσεις των UPF στην υγεία είναι εκτεταμένες και τεκμηριωμένες. Πλήθος μελετών συνδέουν την υπερβολική κατανάλωσή τους με παθήσεις όπως η παχυσαρκία, ο διαβήτης τύπου 2, καρδιαγγειακές ασθένειες και διάφορες μορφές καρκίνου.
Οι δίαιτες πλούσιες σε UPF αυξάνουν την κατανάλωση θερμίδων, κορεσμένων λιπαρών και ζάχαρης, ενώ μειώνουν την πρόσληψη φυτικών ινών, πρωτεϊνών και βασικών θρεπτικών συστατικών. Επιπλέον, τα πρόσθετα που χρησιμοποιούνται σε αυτά τα τρόφιμα, όπως οι γαλακτωματοποιητές και τα τεχνητά γλυκαντικά, ενδέχεται να έχουν μακροπρόθεσμες αρνητικές επιπτώσεις στον μεταβολισμό και την υγεία του εντέρου.
Πρόσφατες μελέτες επισημαίνουν ότι οι επιπτώσεις δεν περιορίζονται μόνο στη φυσική υγεία αλλά επεκτείνονται και στην ψυχική ευημερία. Τα UPF έχουν συσχετιστεί με αυξημένα επίπεδα άγχους, κατάθλιψης και κακής ποιότητας ύπνου, ενώ ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) τα κατατάσσει στα προϊόντα που ευθύνονται για εκατομμύρια θανάτους ετησίως.
Στην Ευρώπη, οι δίαιτες με υψηλή περιεκτικότητα σε επεξεργασμένα κρέατα και αλάτι συνδέονται με εκατοντάδες χιλιάδες θανάτους, ενώ το πρόβλημα επηρεάζει ιδιαίτερα τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες.
Η κατανάλωση UPF είναι ιδιαίτερα ανησυχητική στους νέους. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι έφηβοι καταναλώνουν κατά μέσο όρο το 66% των θερμίδων τους από αυτά τα τρόφιμα, ενώ οι νεότεροι και οι προερχόμενοι από υποβαθμισμένα κοινωνικά περιβάλλοντα επηρεάζονται δυσανάλογα.
Η εφηβεία, ως περίοδος όπου διαμορφώνονται μακροχρόνιες διατροφικές συνήθειες, είναι κρίσιμη για την πρόληψη των χρόνιων παθήσεων. Παρά την αυξανόμενη ευαισθητοποίηση, οι καταναλωτές συνεχίζουν να επιλέγουν UPF λόγω της ευκολίας, της γεύσης και της χαμηλής τιμής τους.
Ο καθηγητής Carlos Monteiro, που πρωτοχρησιμοποίησε τον όρο “υπερεπεξεργασμένα τρόφιμα”, ζητά ρυθμιστικά μέτρα παρόμοια με αυτά που εφαρμόστηκαν στον καπνό. Προτείνει την επιβολή προειδοποιητικών ετικετών, τον περιορισμό της διαφήμισης και τη φορολόγηση των UPF, με τα έσοδα να διατίθενται για την επιδότηση φρέσκων τροφίμων. Παράλληλα, επισημαίνει ότι οι αλλαγές πρέπει να εστιάζουν στην ευαισθητοποίηση των καταναλωτών και στην παροχή εύκολα προσβάσιμων και οικονομικών υγιεινών επιλογών.
Η επιστημονική κοινότητα συμφωνεί ότι η αντιμετώπιση των επιπτώσεων των UPF απαιτεί ολοκληρωμένες πολιτικές που θα συνδυάζουν την εκπαίδευση, την αυστηρότερη ρύθμιση της βιομηχανίας και την προώθηση της πρόσβασης σε θρεπτικά τρόφιμα.
Οι εκστρατείες δημόσιας υγείας που επικεντρώνονται στη μείωση της κατανάλωσης υπερ-επεξεργασμένων προϊόντων και στην προώθηση υγιεινών εναλλακτικών λύσεων είναι απαραίτητες για την προστασία της υγείας και την πρόληψη σοβαρών ασθενειών, διασφαλίζοντας ένα βιώσιμο μέλλον για τις επόμενες γενιές.