Τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας έχουν αυξήσει την τιμή τους υπερδιπλάσια σε σχέση με τα επώνυμα προϊόντα.
Την ανοδική του πορεία συνεχίζει το οργανωμένο λιανεμπόριο τροφίμων, με βάση τα στοιχεία της NielsenIQ.
Στο πρώτο τετράμηνο του 2023 οι συνολικές πωλήσεις σε αξία σημείωσαν άνοδο 9,1%, ωστόσο η ανάπτυξη αυτή εξακολουθεί να είναι πληθωριστική, με τους όγκους να υποχωρούν κατά 3,5%.
Σε επίπεδο κατηγοριών, την ανάπτυξη αυτή οδηγούν τα τρόφιμα και ποτά, τόσο τα φρέσκα (+8,9%) όσο και τα τυποποιημένα (+9,3%), κυρίως λόγω της σημαντικής συνεισφοράς τους στο μέσο καλάθι του ελληνικού νοικοκυριού, σε σχέση με τις κατηγορίες του μη τροφίμου.
Μέσα σε αυτό το έντονα πληθωριστικό περιβάλλον, και με βάση πρόσφατα ευρήματα από έρευνες της NielsenIQ, οι Έλληνες καταναλωτές φαίνεται, στη συντριπτική τους πλειονότητα (97% των ερωτηθέντων), να έχουν ξεκάθαρα αντιληφθεί την αύξηση στις τιμές των προϊόντων, που πωλούνται μέσα από τα σούπερ μάρκετ. Προσπαθώντας να ανταπεξέλθουν σε αυτό, δηλώνουν σε ποσοστό 68% ότι θα κόψουν τις περιττές δαπάνες και τις πολυτέλειες και θα αγοράζουν μόνο τα βασικά, ενώ ταυτόχρονα 1 στους 3 δηλώνει ότι θα επιλέγει πλέον φθηνότερες μάρκες.
Από τα στοιχεία πωλήσεων της NielsenIQ, καταγράφεται μείωση των πωλήσεων σε κατηγορίες δευτερευούσης σημασίας, όπως είναι για παράδειγμα τα στοματικά διαλύματα (-8,2%) ή τα προϊόντα φροντίδας για τα έπιπλα (-5,1%). Την ίδια στιγμή, το μερίδιο σε αξία των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας συνεχίζει να κινείται σε ανοδική τροχιά, φτάνοντας σε σύνολο αγοράς στο ιστορικά υψηλό ποσοστό του 25%, με τους καταναλωτές να δηλώνουν ότι επιλέγουν τα Private Labels όχι μόνο για την σχετικά χαμηλή τους τιμή (58% των ερωτηθέντων), αλλά και γιατί είναι εξίσου ποιοτικά με τα επώνυμα, σε ποσοστό άνω του 75%.
Αναφορικά μα τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας σημειώνεται ότι ενώ μεσοσταθμικά έχουν αυξήσει την τιμή τους υπερδιπλάσια σε σχέση με τα επώνυμα προϊόντα, την ίδια στιγμή έχουν καταφέρει να συγκρατήσουν τους πωλούμενους όγκους τους, χωρίς να παρουσιάσουν απώλειες, γεγονός που αποδεικνύει την στροφή των καταναλωτών, σε πολλές περιπτώσεις, σε εναλλακτικές χαμηλού κόστους, που θα τους ελαχιστοποιήσουν το συνολικό “out of pocket”.