Τα οφέλη, οι προκλήσεις και οι επιδράσεις στην υγεία.
Η κετογονική δίαιτα (ΚΔ) έχει προσελκύσει μεγάλο ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια ως μια εναλλακτική στρατηγική για την απώλεια βάρους και τη βελτίωση της υγείας.
Μια πρόσφατη ανασκόπηση που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nutrients αξιολόγησε την αποτελεσματικότητά της σε σύγκριση με άλλες διατροφικές προσεγγίσεις, καταλήγοντας ότι η ΚΔ μπορεί να συμβάλει στη διαχείριση της πείνας, την ταχύτερη απώλεια βάρους, τη ρύθμιση της ινσουλίνης και του σακχάρου στο αίμα, καθώς και στη μείωση της φλεγμονής.
Πώς λειτουργεί η κετογονική δίαιτα
Αρχικά σχεδιασμένη για τη διαχείριση της επιληψίας, η ΚΔ βασίζεται στον αυστηρό περιορισμό των υδατανθράκων (κάτω από το 10% της ημερήσιας πρόσληψης), στην κατανάλωση μέτριας ποσότητας πρωτεϊνών και υψηλής ποσότητας λιπών. Ο περιορισμός των υδατανθράκων ωθεί τον οργανισμό σε κατάσταση κέτωσης, όπου το σώμα καίει λίπος αντί για γλυκόζη, οδηγώντας στη μείωση της ινσουλίνης και στη σταθεροποίηση του σακχάρου στο αίμα.
Παρότι η ΚΔ έχει αποδειχθεί αποτελεσματική στη γρήγορη απώλεια βάρους, η ποιότητα της διατροφής μπορεί να διαφέρει σημαντικά. Οι δίαιτες που στηρίζονται σε επεξεργασμένα προϊόντα χαμηλών υδατανθράκων ενδέχεται να μην παρέχουν τα ίδια οφέλη με εκείνες που περιλαμβάνουν φυσικά και ελάχιστα επεξεργασμένα τρόφιμα.

Ένα από τα κύρια πλεονεκτήματα της ΚΔ είναι η καταστολή της πείνας. Η δίαιτα μειώνει την έκκριση της γκρελίνης, της ορμόνης που προκαλεί πείνα, ενώ αυξάνει τις ορμόνες κορεσμού, βοηθώντας τους ανθρώπους να τρώνε λιγότερο χωρίς να νιώθουν έντονη επιθυμία για φαγητό. Επιπλέον, η ΚΔ έχει συσχετιστεί με μείωση των επιπέδων φλεγμονής, καθώς και με βελτίωση της ευαισθησίας στην ινσουλίνη, καθιστώντας την ιδιαίτερα χρήσιμη για άτομα με διαβήτη τύπου 2.
Ωστόσο, η τήρηση της ΚΔ μπορεί να είναι δύσκολη μακροπρόθεσμα, καθώς ο αυστηρός περιορισμός υδατανθράκων απαιτεί σημαντικές διατροφικές προσαρμογές. Επιπλέον, οι αρχικές παρενέργειες, γνωστές ως «γρίπη του κετό», περιλαμβάνουν κόπωση, ζάλη και ναυτία, καθώς το σώμα προσαρμόζεται στη νέα πηγή ενέργειας.
Η ΚΔ δεν επηρεάζει μόνο το βάρος, αλλά και τη συνολική μεταβολική υγεία. Έχει βρεθεί ότι σταθεροποιεί τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα, μειώνει τις απότομες αυξομειώσεις της ινσουλίνης και μπορεί να βοηθήσει στη διαχείριση μεταβολικών νοσημάτων. Μάλιστα, σε ορισμένες μελέτες, άτομα με διαβήτη τύπου 2 που ακολούθησαν ΚΔ κατάφεραν να μειώσουν ή ακόμα και να διακόψουν τη χρήση φαρμάκων.
Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι η ΚΔ μπορεί να επηρεάσει θετικά την ψυχική υγεία, μειώνοντας το στρες, τη νευροφλεγμονή και ενισχύοντας τη γνωστική λειτουργία. Σε κάποιες περιπτώσεις, η δίαιτα φάνηκε να βελτιώνει τα συμπτώματα άγχους και κατάθλιψης, αν και οι μελέτες βρίσκονται ακόμη σε πρώιμο στάδιο.
Παρότι η ΚΔ προσφέρει πολλά υποσχόμενα οφέλη, οι ειδικοί επισημαίνουν ότι η απόκριση σε αυτήν διαφέρει από άτομο σε άτομο. Για όσους έχουν χρόνιες παθήσεις, η εφαρμογή της πρέπει να γίνεται υπό ιατρική παρακολούθηση. Επιπλέον, οι επεξεργασμένες τροφές χαμηλών υδατανθράκων μπορεί να μειώσουν τα πιθανά οφέλη της ΚΔ και να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία.