Η πιο “νέα” και ελάχιστα γνωστή διατροφική διαταραχή που εξελίσσεται σε επιδημία – Τι είπε στο cibum η Ε. Κίσσα, Διαιτολόγος, Διατροφολόγος, Απόφοιτος του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου.
Τη Δέσποινας Χάρου
Υπολογίζεται πως σε παγκόσμια κλίμακα, το ποσοστό διατροφικών διαταραχών ανέρχεται στα 8% περίπου, ποσοστό που σχεδόν έχει διπλασιαστεί τα τελευταία 20 χρόνια, και αντιπροσωπεύει 650 εκατομμύρια ανθρώπους, σύμφωνα με στοιχεία τριετίας του American Journal of Clinical Nutrition. Τα τελευταία χρόνια όμως, επιστήμονες του κλάδου απασχολεί μια διαταραχή που ενώ αντιπροσωπεύει σχεδόν τους μίσους πάσχοντες των διαταραχών αυτών (1-5%), σύμφωνα με το The conversation, ακόμα παραμένει σχεδόν άγνωστη στον κόσμο.
Η διαταραχή που αφορά την περιορισμένη και επιλεκτική πρόσληψη τροφής, γνωστή ως ARFID (Avoidant Restrictive Food Intake Disorder), απαντάται σε άτομα που παρουσιάζουν ένα περιορισμό στο τι τρώνε και στο πόσο, σε μορφή διαταραχής. Σε αντίθετη με τις υπόλοιπες που οφείλονται σε αμιγώς ψυχολογικούς παράγοντες, η συγκεκριμένη οφείλεται κυρίως σε κληρονομικούς και ψυχοκοινωνικούς. Στην επιστημονική κοινότητα δεν υπάρχει ακόμα ολοκληρωμένη άποψη για το τι την προκαλεί, λόγω του ότι απασχολεί μόλις από το 2013, όμως προς το παρόν όλες οι έρευνες οδηγούν σε αυτήν τη κατεύθυνση.
Οι άνθρωποι που πάσχουν από ARDIF, παρουσιάζουν μια “αισθητηριακή αποστροφή” σε τροφές λόγω της γεύσης, της μυρωδιάς ή και της υφής ενός τροφίμου, φαινόμενο που στην έσχατη μορφή του, οδηγεί σε απώλεια βάρους και επηρεάζει τη φυσιολογική ζωή. Αυτή η αποστροφή εικάζεται ότι μπορεί να οφείλεται σε μια δυσάρεστη διατροφική εμπειρία. Σε αντίθεση με άλλες διατροφικές διαταραχές, παρατηρείται και στα δυο φύλλα εξίσου και μπορεί να γίνει αντιληπτή από την πρώιμη παιδική ηλικία.
Όπως μας αναφέρει η Εβελίνα Κίσσα, Διαιτολόγος, Διατροφολόγος, Απόφοιτος του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου, “Η διαταραχή που αφορά στην περιορισμένη και επιλεκτική πρόσληψη τροφής, εφόσον παρουσιάζεται σε παιδιά, μπορεί να οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις διατροφικές συνήθειες της μητέρας κατά τη διάρκεια της κύησης”.
Σε έρευνα που αναλύει το The Conversation, διερευνήθηκε η κληρονομικότητα της Arfid, σύμφωνα με την μέθοδο των διδύμων. Με δεδομένο πως τα πανομοιότυπα δίδυμα έχουν κοινά όλα τα γονίδια τους ενώ τα μη πανομοιότυπα μόνο το 50%, συγκρίθηκε η ομοιότητα ενός χαρακτηριστικού μεταξύ πανομοιότυπων διδύμων με την ομοιότητα του μεταξύ μη πανομοιότυπων. Μια εκτίμηση για το πόσο κληρονομικό είναι αυτό το χαρακτηριστικό, δίνει ο βαθμός στον οποίο τα πανομοιότυπα δίδυμα μοιάζουν περισσότερο. Αναλύοντας δεδομένα από το Σουηδικό μητρώο δίδυμων που διαθέτει ιατρικό ιστορικό για 34.000 περιπτώσεις δίδυμων, σε σύγκριση με την μέθοδο των διδύμων, διαπιστώθηκε πως η κληρονομικότητα της Afrid ανέρχεται σε 70-85%. Αυτό κατατάσσει την Afrid στην κορυφή μεταξύ των κληρονομικών διατροφικών διαταραχών.
Έπεται η νευρική ανορεξία με ποσοστό 48-74%, η νευρική βουλιμία με ποσοστό 55-61% και η διαταραχή υπερφαγίας με ποσοστό 39-57%. Παράλληλα συγκαταλέγεται και στις πιο κληρονομικές ψυχικές διαταραχές εν γενεί, μαζί με τη ΔΕΠΥ (Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας 76-89%) αλλά και τον αυτισμό (79-84%).
Ακόμα δεν έχει μελετηθεί ενδελεχώς αυτό το διατροφικό φαινόμενο αλλά από διάφορους ειδικούς του κλάδου εικάζεται πως μπορεί, είτε να προκαλείται είτε να τροφοδοτείται, σε μεγάλο βαθμό από το διαδίκτυο. Η μαζική παροχή πληροφοριών, μεταξύ άλλων και διατροφικών, χωρίς κανένα επιστημονικό υπόβαθρο, μπορεί να επιδεινώσει την κατάσταση ανθρώπων ήδη ευαίσθητων με θέματα διατροφής, μας λέει η κυρία Κίσσα. “Η συγκεκριμένη διαταραχή μπορεί να οφείλεται σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό στην ημιμάθεια που υπάρχει στο διαδύκτιο. Το κοινό εκτίθεται σε πληροφορίες και τις μεταφράζει κατά το δοκούν, χωρίς αυτές να είναι επιστημονικά τεκμηριωμένες”.
Σήμερα αναπτύσσονται πιλοτικά κάποιες θεραπείες για την Arfid που βασίζονται σε γνωσιακή συμπεριφορική αλλά και θεραπείες με βάση την οικογένεια, όμως ακόμη τα αποτελέσματα είναι αβέβαια. Εφόσον υπάρχει ένα ποσοστό της διαταραχής (25-30%), που οι αιτίες του παραμένουν άγνωστες, μέχρι να διερευνηθεί δεν θα μπορούν να υπάρχουν 100% αποτελεσματικές θεραπείες.