Η αποφυγή των “αόρατων” μικροβιολογικών κινδύνων για τα τρόφιμα, είναι ο λόγος για τον οποίο οι άνθρωποι συχνά ελέγχουν τις ημερομηνίες λήξης στη συσκευασία των τροφίμων.
Οι άνθρωποι τα σκέφτονται ως ημερομηνίες λήξης ή την ημερομηνία κατά την οποία ένα φαγητό πρέπει να πάει στα σκουπίδια. Αλλά οι ημερομηνίες έχουν ελάχιστη σχέση με το πότε τα τρόφιμα λήγουν ή γίνονται λιγότερο ασφαλή για κατανάλωση. Η Jill Roberts, μικροβιολόγος και ερευνήτρια δημόσιας υγείας, εξηγεί στο Interesting Engineering γιατί συμβαίνει αυτό. Σύμφωνα με την ίδια, ένα πιο επιστημονικά βασισμένο σύστημα χρονολόγησης των προϊόντων θα μπορούσε να διευκολύνει τους ανθρώπους να διαφοροποιήσουν τα τρόφιμα που μπορούν να φάνε με ασφάλεια από εκείνα που θα μπορούσαν να είναι επικίνδυνα.
Σύγχυση που… κοστίζει!
Το Υπουργείο Γεωργίας των Ηνωμένων Πολιτειών αναφέρει ότι το 2020 το μέσο αμερικανικό νοικοκυριό ξόδεψε το 12% του εισοδήματός του σε τρόφιμα. Αλλά πολλά τρόφιμα απλά απορρίπτονται, παρά το γεγονός ότι είναι απολύτως ασφαλή για κατανάλωση. Το Κέντρο Οικονομικών Ερευνών του USDA αναφέρει ότι σχεδόν το 31% όλων των διαθέσιμων τροφίμων δεν καταναλώνεται ποτέ. Οι ιστορικά υψηλές τιμές των τροφίμων κάνουν το πρόβλημα της σπατάλης να φαίνεται ακόμη πιο ανησυχητικό.
Το ισχύον σύστημα επισήμανσης των τροφίμων μπορεί να ευθύνεται για μεγάλο μέρος των αποβλήτων. Ο FDA αναφέρει ότι η σύγχυση των καταναλωτών σχετικά με την επισήμανση της ημερομηνίας λήξης των προϊόντων είναι πιθανώς υπεύθυνη για περίπου το 20% των τροφίμων που σπαταλώνται στο σπίτι, κοστίζοντας περίπου 161 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ ετησίως.
Είναι λογικό να πιστεύουμε ότι οι ημερομηνίες υπάρχουν για λόγους ασφαλείας, καθώς αποτελούν νομοθετική απαίτηση της επισήμανσης των συσκευασιών.
Οι ημερομηνίες σε αυτές τις συσκευασίες τροφίμων στις ΗΠΑ ωστόσο, δεν ρυθμίζονται από τον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων – FDA. Αντίθετα, προέρχονται από παραγωγούς τροφίμων. Και μπορεί να μην βασίζονται στην επιστήμη της ασφάλειας των τροφίμων.
Για παράδειγμα, ένας παραγωγός τροφίμων μπορεί να πραγματοποιήσει ένα πάνελ οργανοληπτικών χαρακτηριστικών με καταναλωτές για να επιλέξει μια ημερομηνία “ανάλωση έως” που είναι έξι μήνες μετά την παραγωγή του προϊόντος, επειδή στο 60% της ομάδας που συμμετείχε δεν άρεσε πλέον η γεύση. Ενώ συνήθως οι μικρότεροι κατασκευαστές ενός παρόμοιου τροφίμου μπορεί να κοπιάρουν απλά την ημερομηνία και να τη βάλουν στο προϊόν τους.
Ο FDA θεωρεί ορισμένα προϊόντα ως «δυνητικά επικίνδυνα» εάν έχουν χαρακτηριστικά που επιτρέπουν στα μικρόβια να αναπτυχθούν και να πολλαπλασιαστούν, όπως η υγρασία και η αφθονία των θρεπτικών ουσιών που τροφοδοτούν τα μικρόβια. Αυτά τα τρόφιμα περιλαμβάνουν το κοτόπουλο, το γάλα και τις ντομάτες σε φέτες, τα οποία έχουν συνδεθεί με σοβαρές τροφιμογενείς εστίες.
Στις ΗΠΑ, το βρεφικό γάλα είναι το μόνο προϊόν διατροφής με ημερομηνία λήξης που ρυθμίζεται από την κυβέρνηση και καθορίζεται επιστημονικά. Είναι συνήθως εργαστηριακά ελεγμένο για μόλυνση. Τα βρεφικά παρασκευάσματα υποβάλλονται επίσης σε δοκιμές διατροφής για να καθοριστεί πόσο καιρό χρειάζονται τα θρεπτικά συστατικά – ιδιαίτερα η πρωτεΐνη – για να διασπαστούν. Για να αποφευχθεί ο υποσιτισμός στα μωρά, η ημερομηνία “ανάλωσης” στη βρεφική φόρμουλα υποδεικνύει πότε δεν είναι πλέον θρεπτική.
Τα θρεπτικά συστατικά στα τρόφιμα είναι σχετικά εύκολο να μετρηθούν. Ο FDA το κάνει ήδη τακτικά. Ο οργανισμός εκδίδει προειδοποιήσεις προς τους παραγωγούς τροφίμων όταν τα θρεπτικά συστατικά που αναγράφονται στις ετικέτες τους δεν ταιριάζουν με αυτά που βρίσκει το εργαστήριο του FDA.
Οι μικροβιακές μελέτες, είναι επίσης μια επιστημονική προσέγγιση για την ουσιαστική επισήμανση της ημερομηνίας στα τρόφιμα. Στο εργαστήριο, μια μικροβιακή μελέτη μπορεί να περιλαμβάνει το να αφήσουμε ένα ευαλλοίωτο φαγητό έξω για να χαλάσει και να μετρήσουμε πόσα βακτήρια αναπτύσσονται σε αυτό με την πάροδο του χρόνου. Οι επιστήμονες κάνουν επίσης ένα άλλο είδος μικροβιακής μελέτης παρακολουθώντας πόσο καιρό χρειάζονται μικρόβια όπως η λιστέρια για να αναπτυχθούν σε επικίνδυνα επίπεδα μετά την σκόπιμη προσθήκη των μικροβίων στα τρόφιμα, σημειώνοντας λεπτομέρειες όπως η ανάπτυξη της ποσότητας των βακτηρίων με την πάροδο του χρόνου.
Οι καταναλωτές τι κάνουν;
Ο προσδιορισμός της διάρκειας ζωής των τροφίμων με επιστημονικά δεδομένα τόσο για τη διατροφή όσο και για την ασφάλειά τους θα μπορούσε να μειώσει δραστικά τα απόβλητα και να εξοικονομήσει χρήματα καθώς τα τρόφιμα γίνονται πιο ακριβά.
Ενδεχομένως, οι καταναλωτές θα μπορούσαν να βασίζονται στα μάτια και τη μύτη τους, αποφασίζοντας να απορρίψουν το μουχλιασμένο ψωμί, το πρασινισμένο τυρί ή την συσκευασμένη που μυρίζει άσχημα. Τα παραδείγματα πλέον για τέτοιες πρακτικές είναι πολλά. Οι άνθρωποι θα μπορούσαν επίσης να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή στις ημερομηνίες για πιο ευπαθή τρόφιμα, όπως τα αλλαντικά, στα οποία τα μικρόβια αναπτύσσονται εύκολα.