Το τσίπουρο, με γλυκάνισο ή άνευ – είναι κομμάτι της ζωής των δυο νέων γυναικών που συνεχίζουν την οικογενειακή παράδοση στην Πέλλα.
Ήταν στις αρχές του περασμένου Δεκέμβρη, όταν στα «καζάνια του Αγάθωνα», στην Παραλίμνη Γιαννιτσών, τα φώτα έσβησαν, η μουσική σώπασε και στον μαύρο τοίχο πίσω από τους δύο μεγάλους άμβυκες με τα γυναικεία ονόματα, κρεμάστηκε ένα ζευγάρι παπούτσια… Ο Αγάθωνας, η «ψυχή» του αποστακτηρίου, είχε κινήσει για το «μεγάλο ταξίδι», αλλά τα παπούτσια που έβαλαν οι δύο (από τις τρεις) θυγατέρες του στον τοίχο, έμειναν εκεί για να τον θυμίζουν παντοτινά.
«Α, ρε πατέρα, με πέταξες στον ωκεανό και μου είπες κολύμπα! Ξύπνα και έλα να με δεις, κολυμπάω… Δεν ξέρω πώς θα τα καταφέρω και φοβάμαι χωρίς εσένα», έλεγε το σπαρακτικό μήνυμα που έγραψε στον τοίχο του αποστακτηρίου, η κόρη του Ειρήνη, όταν ο μπαμπάς της έδινε μάχη να κρατηθεί στη ζωή. Αυτό το ίδιο μήνυμα έγινε λίγο αργότερα η κινητήρια δύναμη για την ίδια και την αδελφή της Πετρίνα να βουτήξουν στα βαθιά της διαχείρισης και λειτουργίας του αποστακτηρίου και όχι μόνο να κολυμπήσουν, αλλά και να καταφέρουν να φτάσουν σώες στη στεριά, σε έναν χώρο που -τουλάχιστον στην περιοχή της Πέλλας- είναι ανδροκρατούμενος.
Φορώντας μαύρα μπλουζάκια με την επωνυμία του αποστακτηρίου, που δεν είναι άλλη από το όνομα του πατέρα τους, η Ειρήνη και η Πετρίνα στέκονται μπροστά από τους άμβυκες, που έχουν τα ονόματά τους, και αφηγούνται στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων πώς ξεκίνησε το ταξίδι στα «καζάνια του Αγάθωνα» πριν από περίπου μια δεκαετία (το 2013) και πώς κατάφεραν να σταθούν στα πόδια τους και να κυβερνήσουν το «καράβι», έναν χρόνο μετά τη μεγάλη απώλεια…
«Το αποστακτήριο το ξεκίνησε ο πατέρας μου με πολύ μεράκι γιατί είχε 30 στρέμματα αμπέλια στο διπλανό χωριό, τη Νέα Πέλλα, όπου μένουμε μέχρι και σήμερα. Στα χωράφια εκείνα δεν μπορούσε να καλλιεργήσει κάτι άλλο κι έτσι αποφάσισε να βάλει τ’ αμπέλια, αν και ο ίδιος ήταν υπάλληλος, δούλευε σε τράπεζα. Τα αμπέλια ήταν το χόμπι του, η καψούρα του, όπως έλεγε», εξιστορεί με νοσταλγία η Ειρήνη, με την Πετρίνα να θυμάται το πάθος του μπαμπά της, όταν ήταν να πάνε στο χωράφι. «Μας έλεγε, σηκωθείτε, να πάμε στο βιος μας!».
«Ο πατέρας μου είχε πολύ μεγάλη αγάπη για τα αποστάγματα, τα αμπέλια. Διάβαζε πολλά βιβλία και έβρισκε λύσεις σε κάθε πρόβλημα που τυχόν ανέκυπτε κατά τη διαδικασία της απόσταξης», επισημαίνει η Ειρήνη και η Πετρίνα εξηγεί πως «είχε φτιάξει κατά τέτοιο τρόπο το σύστημα, ώστε πολλά να είναι αυτοματοποιημένα και να μας βοηθούν στην όλη διαδικασία».
«Από το 2013 που ήρθαμε εδώ, στην Παραλίμνη, μας στήριξε το χωριό όλο και ακόμη και τώρα που έφυγε ο μπαμπάς μου πέρασαν σχεδόν όλοι από εδώ. Από τότε μας έμαθε κι εμάς τη δουλειά, στους άμβυκες. Μας έμαθε ό,τι έχει να κάνει με την απόσταξη. Μας έδωσε τα φώτα του», εξηγούν και παραδέχονται πως πρόκειται για «μια δύσκολη δουλειά, καθώς το παραμικρό λάθος το πληρώνεις… ακριβά».
Με την εμπειρία που έχουν, ωστόσο, από τα χρόνια που πέρασαν βοηθώντας στην απόσταξη τον πατέρα τους, τα πολλά χρόνια ενασχόλησης με το αμπέλι, αλλά και με την πολύτιμη βοήθεια του παπα-Νικόλα, του ιερέα του δικού τους χωριού, η Ειρήνη και η Πετρίνα, παρότι νοσηλεύτριες, είναι αποφασισμένες να συνεχίσουν την οικογενειακή παράδοση.
«Ο μπαμπάς μας έμαθε από μικρές ν’ ασχολούμαστε με το αμπέλι. Ήμουν πέντε χρονών όταν βάλαμε το πρώτο αμπέλι και θυμάμαι σαν σήμερα πως όλες τις γιορτές τις περνούσαμε εκεί. Δεν ήταν κάτι πρωτόγνωρο για εμάς η ενασχόληση με το χωράφι», λέει η Πετρίνα, με την Ειρήνη να συμπληρώνει: «Αν δεν είχαμε καμιά σχέση όλο αυτό θα μας φαινόταν βουνό και δεν θα μπορούσαμε να τ’ ανέβουμε ποτέ. Τα αποστακτήρια είναι πιο εύκολο κομμάτι απ’ ό,τι τα χωράφια, τα οποία συνεχίζουμε να καλλιεργούμε. Πολύτιμη για εμάς είναι η βοήθεια του παπα-Νικόλα, που ήταν πολύ φίλος με τον πατέρα μου και μας στέκεται μέχρι σήμερα».
Το τσίπουρο, αρωματισμένο με γλυκάνισο ή άνευ -γράπα, όπως τη λένε στα μέρη μας- είναι κομμάτι της ζωής των δυο νέων γυναικών, που δουλεύοντας στο αποστακτήριο νιώθουν, όπως αναφέρουν, να έχουν τον πατέρα τους δίπλα, σε κάθε βήμα. «Από τον Σεπτέμβριο που ήρθαμε εδώ δειλά δειλά κι αρχίσαμε να καθαρίζουμε και να προετοιμαζόμαστε, νιώσαμε πως βάλαμε τα παπούτσια του μπαμπά μας και περπατάμε», τονίζουν με μια φωνή και ταυτόχρονα το βλέμμα τους στρέφεται στο ζευγάρι που είναι κρεμασμένο στον τοίχο.
Παρά το γεγονός δε, ότι είναι η πρώτη φορά που έκλεισαν τόσο νωρίς το καζάνι (το περασμένο Σαββατοκύριακο), είναι αισιόδοξες πως η επόμενη χρονιά θα είναι ακόμα καλύτερη. «Όσοι μας έχουν δει να δουλεύουμε το απόσταγμά τους, μας εμπιστεύονται. Άλλοι ίσως να χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να μας μάθουν», σημειώνουν.
Το καζάνι των γιαννιJazz έκλεισε με πολλή μουσική μια στενάχωρη χρονιά…
Την Πετρίνα και την Ειρήνη τις συναντήσαμε ένα ζεστό φθινοπωρινό βράδυ του Νοέμβρη, στο jazzoΚάζανο, το μεγάλο πάρτυ των γιαννιJazz, μιας παρέας από τα Γιαννιτσά που ολοένα και μεγαλώνει και που το 2010 έγινε πολιτιστικός σύλλογος με ένα βασικό κοινό σημείο: την αγάπη για τη ζωντανή μουσική.
«Κάποιος από τα μέλη του Συλλόγου είχε την ιδέα να πάμε σαν παρέα σε ένα καζάνι, έτσι όπως συνηθίζεται έτσι κι αλλιώς στην περιοχή μας. Και αφού ο Σύλλογος τότε ήταν στις αρχές του και είχαμε μεγάλη όρεξη να βρισκόμαστε και να κάνουμε πραγματάκια, αποφασίσαμε να πάμε ως Σύλλογος σε ένα καζάνι. Όλοι μαζί. Το ένα έφερε το άλλο: “να πάμε όλοι μαζί”, “να φέρουμε ο καθένας κάτι για φαγητό”, “να ψήσουμε εκεί”, “να πούμε και μια μπάντα να παίξει μουσική, αφού είμαστε μουσικός Σύλλογος”! Και πώς να το ονομάσουμε; γιαννι”jazz” και “καζάνι” = JazzoΚάζανο!», λέει ο πρόεδρος του Συλλόγου Θανάσης Ξιούφης. «Η ανταπόκριση ήταν μεγάλη και ο κόσμος αγκάλιασε την εκδήλωση αυτή από την πρώτη φορά! Έχουμε κάνει 9 jazzοκάζανα και σίγουρα θα πάμε και για το 10ο (το επετειακό! (έχουμε κάτι με τα επετειακά σαν γιαννιjazz, μας αρέσουν)», τονίζει.
Ήταν, μάλιστα, η έκτη φορά που η μεγάλη γιορτή του jazzoκάζανου στήθηκε στα φιλόξενα «καζάνια του Αγάθωνα», στην είσοδο της Παραλίμνης, ενός χωριού σε μικρή απόσταση από τα Γιαννιτσά, που δημιουργήθηκε παρά τη λίμνη των Γιαννιτσών, μετά την αποξήρανσή της, όπως μαρτυρά και το όνομά του. Εκεί, ανάμεσα στους δυο μεγάλους χάλκινους άμβυκες, τους γεμάτους στιχάκια και αποφθέγματα τοίχους -«όποιος θέλει, γράφει αυτό που έχει στην ψυχή του»- οι γιαννιJazz έψησαν, έφαγαν, ήπιαν και κυρίως χόρεψαν υπό τους ήχους των τραγουδιών της Βασιλικής Βασιλειάδου και της ορχήστρας της.
Ενθουσιασμένες με την παρέα των γιαννιJazz, η Ειρήνη και η Πετρίνα θυμούνται πως ο ο μπαμπάς τους ήθελε τη δουλειά να είναι γιορτή κι αυτό το κλίμα προσπαθούν και οι ίδιες να διατηρούν ώς σήμερα. «Τα χρόνια που ζούσε ο μπαμπάς, όταν κλείναμε, κάναμε ένα μεγάλο γλέντι και σπάγαμε τα πάντα ό,τι ήταν στην κουζίνα. Ήθελε να υπάρχει κέφι πολύ!», αναφέρουν χαρακτηριστικά και μας δίνουν ραντεβού για του χρόνου, για ένα γλέντι «όπως παλιά»…
ΑΠΕ