Οι βασικές διάφορες αφορούν τον τρόπο μαγειρέματος.
Όταν μιλάμε για corned beef, ουσιαστικά αναφερόμαστε σε ένα αλατισμένο κρέας το οποίο έχει κρατήσει την ονομασία corned, σαν παραπομπή στο χοντρό αλάτι που συνήθιζε να παρασκευάζεται. Το παστράμι από την άλλη, αν και παρασκευάζεται από το ίδιο κρέας, έχει μια βασική διαφορά.
Και στις δυο περιπτώσεις πρόκειται για αλατισμένα κρέατα που μεταχειρίζονται με παρόμοιο τρόπο. Το παστράμι είναι ένα κλασικό εβραιο-αμερικανικό κρέας ντελικατέσεν που φτιάχνεται από δύο διαφορετικά κομμάτια βοείου κρέατος που ονομάζονται ο αφαλός και η γέφυρα, ενώ πιο σπάνια φτιάχνεται από ψαρονέφρι. Το παστράμι αλατίζεται σε μια παρόμοια σύνθεση που χρησιμοποιείται για το corned beef: πολύ αλάτι, λίγη ζάχαρη και μπαχαρικά όπως κόκκους μαύρου πιπεριού, γαρύφαλλο, άνηθο, μούρα αρκεύθου και φύλλα δάφνης. Η κύρια διαφορά είναι ότι σε επόμενο στάδιο, το παστράμι τρίβεται με ένα μείγμα μπαχαρικών από σπόρους μάραθου και μουστάρδας, κόλιανδρο, μαύρο πιπέρι, καστανή ζάχαρη και σκόρδο. Αυτό το τρίψιμο δίνει στο κρέας μια σκούρα, γευστική κρούστα. Το παστράμι καπνίζεται ολόκληρο και στη συνέχεια κόβεται σε φέτες.
Το Corned Beef από την άλλη, είναι ένα παραδοσιακό ιρλανδοαμερικανικό φαγητό που σερβίρεται επίσης ως ψητό (είτε βραστό είτε αργό) κομμένο σε φέτες. Είναι φτιαγμένο από μοσχαρίσιο ψαρονέφρι που έχει ωριμάσει σε διάλυμα αλατιού και μπαχαρικών όπως κόλιανδρο, σπόρους μουστάρδας, φύλλα δάφνης, μούρα αρκεύθου και κόκκους μαύρου πιπεριού. Το ροζ αλάτι (νιτρώδες νάτριο) χρησιμοποιείται επίσης στη διαδικασία ωρίμανσης και είναι αυτό που δίνει στο corned beef τη ροζ απόχρωση του.
Το αποτέλεσμα είναι δύο κρέατα παρόμοιου προφίλ που έχουν διαφορετικές γεύσεις και υφές χάρη στις μεθόδους προετοιμασίας. Στην πραγματικότητα, μερικοί χρησιμοποιούν το παστράμι ως γενικό όρο για τη διαδικασία καπνίσματος αλλά και την προσθήκη μπαχαρικών. Επίσης ορισμένοι εφαρμόζουν ακόμη και την ίδια τεχνική στη γαλοπούλα ή τον σολομό.