Πιο οικονομική και πιο συμφέρουσα για την υγεία αποδεικνύεται στατιστικά μια βιώσιμη δίαιτα, βάσει μελέτης με ιταλικά δεδομένα.
Είναι ευρέως αποδεκτό ότι τα παγκόσμια συστήματα τροφίμων είναι μη βιώσιμα. Οι βιώσιμες δίαιτες κερδίζουν εξέχουσα θέση ως βασικά συστατικά για την εμπλοκή των προκλήσεων του παγκόσμιου συστήματος τροφίμων καθώς και για τη μετάβαση προς την εκπλήρωση των στόχων για ένα καλύτερο περιβάλλον ως το 2030. Ως εκ τούτου, οι βιώσιμες και υγιεινές δίαιτες αποτελούν τον πυρήνα πολλών ερευνών με στόχο να συνδυάσουν τη διατροφική επάρκεια, την πολιτιστική αποδοχή, την περιβαλλοντική βιωσιμότητα και την οικονομική προσιτότητα και να διαμορφώσουν μελλοντικά πρότυπα κατανάλωσης.
Βάσει, λοιπόν, όλων όσων είπαμε για τη βιωσιμότητα, μια μελέτη του Πανεπιστημίου Molise στην Ιταλία, σε συνεργασία με το Τσεχικό Πανεπιστήμιο Επιστημών Ζωής επιχείρησε να προωθήσει τη γνώση σχετικά με τις βιώσιμες δίαιτες. Παράλληλα, προτείνει μια μέθοδο True Cost Accounting για την αξιολόγηση του κόστους και του αντίκτυπου της υιοθέτησης μιας πιο βιώσιμης και πιο υγιεινής διατροφής, χρησιμοποιώντας την Ιταλία ως παράδειγμα. Η έρευνα αναλύει την πολυπλοκότητα μιας δίαιτας από περιβαλλοντικές, υγεία και κοινωνικοοικονομική άποψη και ορίζει ένα νέο πλαίσιο αξιολόγησης που μπορεί να αναπαραχθεί και να προσαρμοστεί σε άλλα επίπεδα.
Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι, στην Ιταλία, η υιοθέτηση μιας βιώσιμης και υγιεινής διατροφής έχει 47% χαμηλότερο αποτύπωμα άνθρακα και 25% χαμηλότερο αποτύπωμα νερού από μια «συμβατική» δίαιτα, ενώ επηρεάζει 13% λιγότερο στο μέσο εισόδημα και στις μηνιαίες δαπάνες τροφίμων. Επίσης, το εν λόγω διατροφικό στυλ έχει 21% μικρότερο αντίκτυπο στους παράγοντες της υγείας που σχετίζονται με τα καρδιαγγειακά νοσήματα.
Όσον αφορά στο οικονομικό κομμάτι, η μελέτη επιβεβαιώνει ότι η κατανάλωση της επιθυμητής δίαιτας θα παρείχε συνολική εξοικονόμηση κόστους 741 ευρώ ανά έτος ανά κάτοικο, εάν λάβουμε υπόψη τον αντίκτυπό της στο περιβάλλον, την υγεία και το κοινωνικοοικονομικό κόστος.
Πηγή: Frontiers In Nutrition