Τα ευρήματα της αξιολόγησης της παρακολούθησης και της αναφοράς της μικροβιακής αντοχής σε ζωονόσους και συμβιωτικά βακτήρια της DG(SANTE) και η απάντηση των Ελληνικών Αρχών
Ο έλεγχος της Ελλάδας πραγματοποιήθηκε από τις 6 έως τις 16 Δεκεμβρίου 2024 από κλιμάκιο της ΕΕ και διεξήχθη στο πλαίσιο του προγράμματος ελέγχου της Γενικής Διεύθυνσης Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων. Στόχοι του ελέγχου ήταν η αξιολόγηση της εφαρμογής των κανόνων που καθορίζονται από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) σχετικά με την εναρμονισμένη παρακολούθηση και αναφορά της μικροβιακής αντοχής (AMR) σε ζωονοσογόνα και συμβιωτικά βακτήρια που προέρχονται από ορισμένα τρόφιμα και ζώα που προορίζονται για την παραγωγή τροφίμων, καθώς και η συλλογή πληροφοριών σχετικά με τις ορθές πρακτικές στον τομέα αυτό, συμπεριλαμβανομένης της πρόσθετης εθελοντικής παρακολούθησης και των νέων
πρωτοβουλιών για την ευαισθητοποίηση σχετικά με την AMR.
Η αντιμικροβιακή αντοχή αποτελεί σοβαρή απειλή για την παγκόσμια υγεία και την οικονομική σταθερότητα, επηρεάζοντας την υγεία των ανθρώπων και των ζώων και υπονομεύοντας την αποτελεσματικότητα των αντιβιοτικών, ενώ εξίσου σημαντική είναι και η απειλή για την επιτιστική ασφάλεια και την οικονομία παγκοσμίως.
Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι διαπίστωσαν πως, αν και το προγραμματισμένο πλαίσιο παρακολούθησης της AMR που έχει αναπτυχθεί από τις αρμόδιες αρχές καλύπτει τους υποχρεωτικούς συνδυασμούς βακτηριακών απομονώσεων και πληθυσμών ζώων που προορίζονται για την παραγωγή τροφίμων/τροφίμων,
η Ελλάδα δεν έχει ακόμη επιτύχει τους στόχους που έχουν τεθεί στην εκτελεστική απόφαση της Επιτροπής (ΕΕ)2020/1729, καθώς έχουν διαπιστωθεί σοβαρές ελλείψεις στην εφαρμογή του προγράμματος παρακολούθησης.
Οι ελλείψεις αυτές περιλαμβάνουν ανεπαρκή δειγματοληψία σε σφαγεία, σημεία λιανικής πώλησης και συνοριακού ελέγχου, καθώς και χαμηλό αριθμό απομονωμάτων διαθέσιμων για δοκιμές ευαισθησίας στα αντιμικροβιακά (AST) το 2021 και το 2023 (χωρίς δοκιμές AST το 2022). Η αποτυχία αυτή δημιουργεί κενά στη γνώση των επιπέδων AMR στη χώρα και θέτει υπό αμφισβήτηση την αντιπροσωπευτικότητα των πληροφοριών σχετικά με την παρακολούθηση της AMR, γεγονός που, επιπλέον, επηρεάζει αρνητικά τη συγκρισιμότητα των δεδομένων σε ολόκληρη την ΕΕ. Η έκθεση περιέχει συστάσεις προς τις αρμόδιες αρχές για την αντιμετώπιση των ελλείψεων που έχουν εντοπιστεί.
Η Απάντηση των αρμόδιων αρχών της Ελλάδας στις συστάσεις της έκθεσης αρ. DG(SANTE) 2024-7947 του ελέγχου που διεξήχθη από 6 Δεκεμβρίου 2024 έως 16 Δεκεμβρίου 2024
Στις 4 Μαρτίου 2025, στάλθηκε εγκύκλιος σε όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, προκειμένου να προχωρήσει το ετήσιο πρόγραμμα, μετά από διαβούλευση με το Κτηνιατρικό Εργαστήριο*. Σε αυτήν την εγκύκλιο, περιγράφονται ρητά ο αριθμός των δειγμάτων, καθώς και η αρμόδια αρχή δειγματοληψίας και το αντίστοιχο εργαστήριο και άλλες σχετικές λεπτομέρειες. Αφού επανεξετάσαμε τον αριθμό των δειγμάτων όσον αφορά τον επιπολασμό, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι ο αριθμός των δειγμάτων για το Campylobacter coli θα πρέπει να είναι 212 (επιπολασμός 40%). Προσθέσαμε ένα 7% και ο τελικός αριθμός είναι 227 δείγματα τυφλού εντέρου από χοίρους. Όλοι οι άλλοι αριθμοί δειγμάτων για τα έτη 2025-2027 είναι σωστοί. Επισυνάπτουμε έναν πίνακα με την επιπολασμό ανά βακτήριο και ανά είδος, καθώς και την τελική έκδοση της εγκυκλίου. Στην ίδια εγκύκλιο μπορείτε να βρείτε την κατανομή των δειγματοληψιών καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους.
*Λάβετε υπόψη ότι ήταν απαραίτητο να διαγραφεί για να τηρηθούν οι διατάξεις του άρθρου 339
της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά την εμπιστευτικότητα.
Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι ο απαιτούμενος αριθμός απομονωμένων στελεχών υπόκειται σε δοκιμές AMR και αναφέρεται στην EFSA, σύμφωνα με το άρθρο 3 και το σημείο 4.1 του μέρους Α του παραρτήματος της
Εκτελεστικής Απόφασης (ΕΕ) 2020/1729, θα αναλάβουμε την ακόλουθη δράση:
Κάθε τρίμηνο θα στέλνουμε εγκύκλιο υπενθυμίζοντας τον αριθμό των δειγμάτων που πρέπει να ληφθούν κατά τη διάρκεια του τριμήνου και ζητώντας σχόλια σχετικά με τα δείγματα που ελήφθησαν κατά το προηγούμενο τρίμηνο και θα προσαρμόζουμε τα δείγματα ανάλογα. Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι για να εφαρμοστεί πλήρως το πρόγραμμα, πρέπει να υπάρχουν οι επαρκείς πόροι και το προσωπικό.