Ίσως αποτελεί τον πιο γνώριμο ήχο που μπορεί να ακούσει κάποιος κατά την επίσκεψή του σε ένα σούπερ μάρκετ, ενίοτε μπορεί να καταντήσει και εκνευριστικός όταν ακούγεται από πολλά σημεία του καταστήματος.
Ο λόγος για τον ήχο του bar code (στα ελληνικά “γραμμωτός κώδικας”) που διαθέτουν όλα τα προϊόντα επάνω στη συσκευασία τους. Πώς ξεκίνησαν όμως, όλα; Αυτό μάλλον δεν είναι και τόσο γνωστό.
Σίγουρα δεν προκαλεί καθόλου έκπληξη το γεγονός ότι ο κλάδος των τροφίμων και τα παντοπωλεία υιοθέτησαν πρώτοι την εν λόγω τεχνολογία το 1974 με το πρώτο bar code να κάνει την εμφάνισή του σε ένα πακέτο τσίχλες. Δεδομένου ότι η εν λόγω τσίχλα βρίσκεται στο Μουσείο Smithsonian της Ουάσινγκτον, αντιλαμβανόμαστε τη σημασία της εφεύρεσης.
Νωρίτερα, το 1971 μια ομάδα ανταγωνιστικών σούπερ μάρκετ είχαν συμφωνήσει ότι αποτελούσε επιτακτική ανάγκη η δημιουργία ενός νέου συστήματος σήμανσης των προϊόντων με τους ιθύνοντες να καταλήγουν στα βασικά σημεία του.
Παρά το γεγονός ότι η πρώτη πατέντα είχε κατοχυρωθεί ήδη από το 1952, η τεχνολογία σε σαρωτές και υπολογιστές δεν ήταν ακόμα συμβατή.
Όταν τελικά καλύφθηκε το κενό και η απαιτούμενη τεχνολογία ήταν διαθέσιμη, το σύστημα απογειώθηκε με τη χρήση του να υιοθετείται σε όλες τις άκρες του κόσμου και φυσικά, σε πολλούς άλλους κλάδους επιχειρηματικής δραστηριότητας.
“Η εισαγωγή γραμμωτών κωδίκων και της τεχνολογίας σάρωσης έφερε μια νέα πραγματικότητα τόσο για τους καταναλωτές όσο και για τους λιανοπωλητές”, σύμφωνα με τον Δρ. Πίτερ Στίβενς, CEO του Ινστιτούτου GS1 της Νέας Ζηλανδίας, ο οποίος προσθέτει:
“Οι καταναλωτές έπρεπε να συμφωνήσουν ότι μπορούσαν να εμπιστευτούν ένα σούπερ μάρκετ γιατί μέχρι τότε κάθε φορά που έπαιρναν ένα προϊόν, δεν υπήρχε αυτοκόλλητο με την τιμή πάνω. Έπρεπε, λοιπόν, να πιστέψουν ότι θα χρεώνονταν με την ίδια τιμή που είχαν δει στο ράφι. Τα συνδικάτα ανησυχούσαν ότι οι άνθρωποι θα απολυθούν και ότι θα αντικατασταθούν από τα ρομπότ. Η αυτόματη λήψη δεδομένων ήταν μια τεράστια ιδέα εκείνη την εποχή.”
Σήμερα οι καταναλωτές όλο και περισσότερο ρωτούν πράγματα για τα προϊόντα προτού τα αγοράσουν, όπως “τι είναι;”, “από πού προέρχεται;”, “τι περιέχει;”, ενώ και οι επιχειρήσεις προχωρούν σε μετασχηματισμό με σύμμαχο το διαδίκτυο.
“Ο COVID-19 και η επόμενη γενιά ψηφιακών εργαλείων μεταμορφώνουν ξανά την παγκόσμια οικονομία”, αναφέρει ο Δρ. Στίβενς, με τις αλυσίδες εφοδιασμού προϊόντων να αναμένεται να γίνουν πιο ανθεκτικές.
Ο αριθμός των καταναλωτών που ψωνίζουν online αντί να πάνε στο σούπερ μάρκετ αυξάνεται συνεχώς, διαμορφώνοντας μια νέα κανονικότητα με πρωταγωνιστή το smartphone αφού μέσω αυτού οι καταναλωτές θα παίρνουν όλες τις απαντήσεις στα ερωτήματα που θα έχουν γύρω από ένα προϊόν προτού το αγοράσουν.
«Υπάρχουν περισσότεροι άνθρωποι με ευαισθησίες γύρω από τα τρόφιμα, τα αλλεργιογόνα, τα συστατικά και αποδεδειγμένα πλέον θέλουν να μαθαίνουν περισσότερα για τα προϊόντα. Θα έλεγα ότι τα smartphones που όλοι κουβαλάμε, είναι πολύ πιο ισχυρά στο σημείο πώλησης από οτιδήποτε μπορεί να βρει κανείς σε ένα σούπερ μάρκετ. Ο κόσμος πλέον γνωρίζει ότι αυτός είναι ένας τρόπος για να κάνει ερωτήσεις. Τώρα οι άνθρωποι σαρώνουν ένα προϊόν και λένε πες μου περισσότερα”, καταλήγει ο Δρ. Στίβενς.
Πληροφορίες από Food technology nz