Η αργοπορία των ΗΠΑ στην απαγόρευσή της βαφής δημιούργησε ερωτήματα σχετικά με το πώς μια συνθετική χρωστική με αποδεδειγμένα καρκινογόνες ιδιότητες παρέμεινε τόσο καιρό στην αγορά.
Η ομοσπονδιακή απαγόρευση της κόκκινης χρωστικής Νο. 3 στις Ηνωμένες Πολιτείες, που τέθηκε σε ισχύ στις 15 Ιανουαρίου 2025, σηματοδοτεί μια σημαντική καμπή για τη βιομηχανία τροφίμων. Η ερυθροσίνη, όπως είναι επίσης γνωστή, χρησιμοποιείται εδώ και πάνω από έναν αιώνα για να δώσει ζωντανό κόκκινο χρώμα σε διάφορα προϊόντα, παρά το γεγονός ότι είναι γνωστή καρκινογόνος ουσία.
Ενώ χώρες όπως η Ιαπωνία, η Κίνα, η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία και πολλές ευρωπαϊκές χώρες είχαν ήδη απαγορεύσει το Κόκκινο Νο. 3 στα επεξεργασμένα τρόφιμα, οι ΗΠΑ μόλις πρόσφατα έλαβαν αυτό το μέτρο. Η χρήση της χρωστικής ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη σε δημητριακά και γλυκά που απευθύνονταν σε παιδιά, εγείροντας σοβαρές ανησυχίες για την υγεία των νέων καταναλωτών.
Η ιστορία της ερυθροσίνης
Η ερυθροσίνη αναπτύχθηκε το 1876 από τον Ελβετό χημικό Karl Kussmaul στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας. Αρχικά χρησιμοποιήθηκε στη βαφή μεταξιού και μαλλιού από την ελβετική εταιρεία Bindschedler & Busch. Το όνομά της προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «ερυθρός» (κόκκινος). Η παρασκευή της περιλάμβανε τη διάλυση φλουορεσκεΐνης σε αλκαλικό νερό και την ανάμιξή της με ιώδιο και άλλες χημικές ουσίες, όπως διχρωμικό κάλιο και θειικό οξύ – δύο διαβρωτικές και καρκινογόνες ενώσεις.
Η εμπορευματοποίηση της ερυθροσίνης ήρθε σε μια εποχή που οι συνθετικές βαφές ήταν σε αρχικό στάδιο ανάπτυξης. Το 1856, ο William Henry Perkin δημιούργησε την πρώτη συνθετική χρωστική (μοβίνη), ανοίγοντας τον δρόμο για τη χρήση βαφών πίσσας άνθρακα στην κλωστοϋφαντουργία. Στις ΗΠΑ, η ερυθροσίνη εγκρίθηκε για χρήση σε τρόφιμα από το USDA πριν από τον νόμο του 1906 για τα καθαρά τρόφιμα και τα φάρμακα, μετονομαζόμενη σε Κόκκινο Νο. 3.
Πριν τον νόμο του 1906, επικίνδυνες ουσίες όπως αρσενικό, μόλυβδος και υδράργυρος χρησιμοποιούνταν για τη βαφή τροφίμων, συχνά για να καλύψουν ελαττώματα προϊόντων. Η έγκριση του Κόκκινου Νο. 3 και άλλων έξι συνθετικών χρωστικών είχε στόχο να αντικαταστήσει αυτές τις εξαιρετικά τοξικές πρακτικές. Ωστόσο, η ασφάλεια αυτών των νέων χρωστικών τέθηκε επίσης υπό αμφισβήτηση τις επόμενες δεκαετίες.
Οι νοθευμένες βαφές πίσσας άνθρακα προκάλεσαν σοβαρά περιστατικά στις δεκαετίες του 1920 και 1930, όπως τύφλωση σε γυναίκες από τοξική βαφή βλεφαρίδων. Το 1938, η νομοθεσία υποχρέωσε την αναγραφή των βαφών στη συσκευασία των προϊόντων.
Η δεκαετία του 1970 σημαδεύτηκε από την απαγόρευση της κόκκινης χρωστικής Νο. 2 (αμαράνθου) στις ΗΠΑ, μετά από σοβιετικές μελέτες που τη συνέδεαν με καρκίνο, αν και τα αποτελέσματα ήταν αμφιλεγόμενα. Παρόλα αυτά, η ανησυχία οδήγησε στην απόσυρση κόκκινων M&M’s, παρόλο που δεν περιείχαν την εν λόγω χρωστική.
Η απαγόρευση της κόκκινης χρωστικής αν και άργησε, θέτει τις βάσεις για πιθανές μελλοντικές απαγορεύσεις άλλων συνθετικών χρωστικών και ωθεί τη βιομηχανία τροφίμων να στραφεί σε πιο ασφαλείς και φυσικές εναλλακτικές.
https://www.mashed.com/1784443/red-dye-no-3-complete-history-in-food