Η πολιτική που απαίτησε νεα μέτρα ελέγχου από τους παραγωγούς και έφερε εντυπωσιακά αποτελέσματα.
Οι περισσότεροι καταναλωτές δεν μαγειρεύουν σωστά τις ωμές κοτομπουκιές, με αποτέλεσμα να αποτελούν δυνητικό κίνδυνο για την υγεία. Καθώς πρόκειται για ωμό κοτόπουλο, παραμένει πηγή κρουσμάτων σαλμονέλας, κάτι που αποδεικνύεται και από τη πρόσφατη ανάκληση μολυσμένων κοτομπουκιών από τα Lidl της Ρουμανίας.
Ωστόσο, παρά τις επισημάνσεις στη συσκευασία και συχνά λόγω εξοικονόμησης χρόνου, προτιμάται λανθασμένα ο φούρνος μικροκυμάτων έναντι του κανονικού φούρνου, με αποτέλεσμα να μην επιτυγχάνεται η επιθυμητή εσωτερική θερμοκρασία των 74 °C και το κοτόπουλο να είναι εκτεθειμένο σε παθογόνα βακτήρια.
Σε πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Epidemiology and Infection αποκαλύφθηκε ότι μια καναδική πολιτική του 2019 που απαιτούσε από τους παραγωγούς να υιοθετήσουν μέτρα ελέγχου για τη μείωση της σαλμονέλας σε μη ανιχνεύσιμα επίπεδα σε ορισμένες κοτομπουκιές, κατάφερε να μειώσει σημαντικά τον επιπολασμό του βακτηρίου και τα κρούσματα σαλμονέλλωσης στον άνθρωπο. Οι ερευνητές εκτιμούν ότι η παρέμβαση οδήγησε σε μείωση κατά 23% των λοιμώξεων από σαλμονέλα σε εθνικό επίπεδο.
Τα μέτρα αυτά περιλάμβαναν το πλήρες μαγείρεμα του κοτόπουλου κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας, την εφαρμογή αυστηρών δοκιμών ή τη διατήρηση των προϊόντων μέχρι να επιβεβαιωθούν τα αρνητικά αποτελέσματα των δοκιμών. Μέχρι τον Οκτώβριο του 2019, η πολιτική εφαρμόστηκε πλήρως, σηματοδοτώντας μια καίρια αλλαγή στα πρότυπα ασφάλειας των τροφίμων.
Το ποσοστό μόλυνσης μειώθηκε από 28% σε μόλις 2,9%, ενώ τα ανθρώπινα κρούσματα σαλμονέλλωσης που συνδέονται με αυτά τα προϊόντα μειώθηκαν επίσης σημαντικά. Οι ερευνητές εκτίμησαν ότι τα κατεψυγμένα προϊόντα παναρισμένου κοτόπουλου αντιπροσώπευαν το 26% όλων των μολύνσεων από σαλμονέλα πριν από την παρέμβαση.
Μεταξύ 2017 και 2019, τα ωμά κατεψυγμένα προϊόντα παναρισμένου κοτόπουλου συνδέθηκαν με 16 εστίες σαλμονέλας, με αποτέλεσμα 285 επιβεβαιωμένα κρούσματα. Η μερικώς τηγανισμένη, ωμή φύση αυτών των προϊόντων τα καθιστούσε ιδιαίτερα επικίνδυνα, καθώς οι καταναλωτές συχνά τα θεωρούσαν λανθασμένα ως προμαγειρεμένα προϊόντα που απαιτούσαν μόνο αναθέρμανση. Μελέτες έδειξαν ότι σχεδόν το 35% των Καναδών πίστευαν εσφαλμένα ότι τα προϊόντα αυτά ήταν πλήρως μαγειρεμένα
Η νέα απαίτηση της καναδικής πολιτικής αποσκοπούσε στην εξάλειψη αυτής της σύγχυσης, διασφαλίζοντας ότι ορισμένα προϊόντα είτε μαγειρεύονταν κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας είτε ελέγχονταν αυστηρά για να είναι απαλλαγμένα από σαλμονέλα. Οι ερευνητές υπογράμμισαν ότι οι αλλαγές αυτές αντιμετώπισαν μια σημαντική ανησυχία για τη δημόσια υγεία και πιθανότατα συνέβαλαν στην παρατηρούμενη μείωση των λοιμώξεων.
Τα ευρήματα της μελέτης καταδεικνύουν την αποτελεσματικότητα των στοχευμένων ρυθμιστικών δράσεων στη μείωση των τροφιμογενών ασθενειών. Η μείωση κατά 23% των κρουσμάτων σαλμονέλλωσης παρέχει μια πειστική επιχειρηματολογία για παρόμοιες παρεμβάσεις σε άλλες κατηγορίες τροφίμων υψηλού κινδύνου.
Οι ερευνητές σημείωσαν ότι η μείωση του επιπολασμού της σαλμονέλας όχι μόνο βελτίωσε τη δημόσια υγεία αλλά και μείωσε το κόστος υγειονομικής περίθαλψης που συνδέεται με τη θεραπεία των τροφιμογενών ασθενειών. Οι συγγραφείς της μελέτης υποστηρίζουν τη συνεχή παρακολούθηση και αξιολόγηση για να διασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη επιτυχία της πολιτικής.
Καθώς τα τροφιμογενή παθογόνα παραμένουν μια σημαντική πρόκληση για τη δημόσια υγεία, η εμπειρία του Καναδά με αυτή την πολιτική προσφέρει πολύτιμα διδάγματα για άλλες χώρες που επιδιώκουν να ενισχύσουν τα μέτρα για την ασφάλεια των τροφίμων.