Η γενική εισαγγελέας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προτείνει την ακύρωση της απόφασης που επικύρωσε τη χρήση του τοξικού εντομοκτόνου
Μια ιδιαίτερα αιχμηρή νομική γνωμοδότηση της γενικής εισαγγελέως του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήρθε να ταράξει τα νερά της συνεχιζόμενης διαμάχης για την έγκριση της κυπερμεθρίνης, ενός ιδιαίτερα τοξικού εντομοκτόνου που επανεγκρίθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2021. Η γνωμοδότηση, αν και όχι δεσμευτική, αμφισβητεί ευθέως τη νομιμότητα της απόφασης της Επιτροπής και προτείνει την ακύρωση της σχετικής ετυμηγορίας του Γενικού Δικαστηρίου.
Η γενική εισαγγελέας εντοπίζει τέσσερις βασικές αδυναμίες στη διαδικασία διαχείρισης κινδύνων που ακολούθησε η Επιτροπή. Στην καρδιά του επιχειρήματος βρίσκεται η αποτυχία τήρησης της υποχρέωσης για επιστημονικά τεκμηριωμένη, αμερόληπτη και πλήρη αξιολόγηση των κινδύνων. Πρώτον, η Επιτροπή αποδέχθηκε την απουσία κρίσιμων τοξικολογικών δεδομένων για τα ισομερή της κυπερμεθρίνης, αντιμετωπίζοντάς τα απλώς ως «επιβεβαιωτικές πληροφορίες» που θα μπορούσαν να κατατεθούν μελλοντικά. Δεύτερον, διαπιστώνεται πως δεν πραγματοποιήθηκε αξιολόγηση της μακροχρόνιας τοξικότητας και της πιθανής καρκινογένεσης του πραγματικού εμπορικού προϊόντος, καθώς η Επιτροπή αρνήθηκε να ενσωματώσει τα απαιτούμενα δεδομένα στον αντίστοιχο κανονισμό. Τρίτο ζήτημα αποτελεί η υιοθέτηση ακραίων και μη ρεαλιστικών μέτρων μετριασμού κινδύνου για την προστασία μη στοχευόμενων οργανισμών, παρά τις αντίθετες επισημάνσεις της EFSA, ενώ τέταρτο και εξίσου σοβαρό είναι το ανεπαρκώς τεκμηριωμένο συμπέρασμα περί απουσίας γενετοξικότητας στις ακαθαρσίες του προϊόντος. Η εισαγγελέας τονίζει πως η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε ποτέ επαρκώς την απόκλισή της από τις επιστημονικές συστάσεις της EFSA, γεγονός που αντιβαίνει στη νομική υποχρέωση διαφάνειας και λογοδοσίας.
Επιπλέον, γίνεται λόγος για εσφαλμένη εξάρτηση από τη θέση του κράτους μέλους-εισηγητή (Βέλγιο), ακόμη και όταν αυτή έρχεται σε αντίθεση με την τεχνογνωσία της EFSA. Ακόμη πιο ανησυχητικό, σύμφωνα με τη γνωμοδότηση, είναι το ότι η Επιτροπή επικαλέστηκε την εμπιστευτικότητα για να αποκρύψει κρίσιμα στοιχεία της αξιολόγησης, πρακτική που έρχεται σε σύγκρουση με το ευρωπαϊκό δίκαιο και τον Κανονισμό του Άαρχους περί πρόσβασης στις πληροφορίες περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος.
Αξιοσημείωτο είναι ότι, παρά την κριτική, η εισαγγελέας δεν αποδέχθηκε το σύνολο των επιχειρημάτων της PAN Europe, απορρίπτοντας μεταξύ άλλων την αιτιολόγηση περί ενδοκρινικών διαταραχών, λόγω ανεπαρκών αποδείξεων. Ωστόσο, ο πυρήνας της γνωμοδότησης εγείρει σοβαρά ερωτήματα για τη συνολική μεθοδολογία αξιολόγησης των φυτοφαρμάκων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και υπογραμμίζει την ανάγκη για μεγαλύτερη επιστημονική αυστηρότητα και διαφάνεια.
Η απόφαση του Δικαστηρίου αναμένεται στα τέλη του 2025. Αν το Δικαστήριο υιοθετήσει τη γνωμοδότηση της γενικής εισαγγελέως, η προηγούμενη απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου θα ακυρωθεί, και η Επιτροπή θα υποχρεωθεί να επανεξετάσει την απάντησή της στην αίτηση εσωτερικής επανεξέτασης, καθώς και την ίδια την έγκριση της κυπερμεθρίνης.