Η CMA αποκτά «δόντια» και επιβάλλει βαριές κυρώσεις στις εταιρείες που παραπλανούν τους καταναλωτές με ψεύτικους ισχυρισμούς βιωσιμότητας.
Η Αρχή Ανταγωνισμού και Αγορών (CMA) του Ηνωμένου Βασιλείου εισέρχεται σε μια νέα εποχή, αποκτώντας ενισχυμένες εξουσίες για την καταπολέμηση του λεγόμενου «greenwashing», μιας τακτικής κατά την οποία επιχειρήσεις προβάλλουν ψευδείς ή παραπλανητικούς ισχυρισμούς σχετικά με τη βιωσιμότητα των προϊόντων τους.
Αυτές οι αλλαγές εντάσσονται στον νέο νόμο για τις ψηφιακές αγορές, τον ανταγωνισμό και τους καταναλωτές, που τίθεται σε ισχύ από τις 6 Απριλίου και σηματοδοτεί σημαντική αυστηροποίηση του πλαισίου ελέγχου ειδικά για τις εταιρείες τροφίμων και ποτών.

Μέχρι σήμερα, η CMA έπρεπε να προσφύγει στα δικαστήρια για να επιβάλει κυρώσεις σε επιχειρήσεις που παραβίαζαν τους κανονισμούς για την προστασία των καταναλωτών. Πλέον, έχει την εξουσία να προχωρά άμεσα στην επιβολή προστίμων, τα οποία μπορεί να φτάσουν έως και το 10% του παγκόσμιου ετήσιου κύκλου εργασιών μιας εταιρείας.
Όπως σημειώνει η Maddy Haughton-Boakes, υπεύθυνη εκστρατείας στο Changing Markets Foundation, οι πρακτικές οικολογικής πλύσης κυριαρχούν στη βιομηχανία τροφίμων εδώ και χρόνια. Παρά την ύπαρξη του Κώδικα Πράσινων Ισχυρισμών από το 2021, πολλές επιχειρήσεις συνέχισαν να διατυπώνουν υπερβολικούς ή αβάσιμους ισχυρισμούς βιωσιμότητας, εκμεταλλευόμενες την απουσία αυστηρών κυρώσεων.
Οι νέοι κανόνες της CMA βασίζονται σε έξι θεμελιώδεις αρχές, οι οποίες απαιτούν από τις εταιρείες να διατυπώνουν τους περιβαλλοντικούς ισχυρισμούς τους με ακρίβεια, σαφήνεια και βάση πραγματικών δεδομένων. Για παράδειγμα, δεν επιτρέπεται πλέον να ισχυρίζεται μια εταιρεία ότι ένα προϊόν είναι «ουδέτερο άνθρακα» χωρίς να έχει υπολογίσει ολόκληρο τον κύκλο ζωής του προϊόντος, ούτε να αποκρύπτει κρίσιμες πληροφορίες που μπορεί να επηρεάζουν την ερμηνεία του καταναλωτή.
Αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία, καθώς πολλοί καταναλωτές επηρεάζονται θετικά από τους περιβαλλοντικούς ισχυρισμούς στις ετικέτες των προϊόντων. Έρευνες έχουν δείξει ότι σχεδόν οι μισοί καταναλωτές στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι πιθανότερο να αγοράσουν ένα προϊόν αν αυτό φέρει σήμανση «ουδέτερου άνθρακα» και ότι πολλοί είναι πρόθυμοι να πληρώσουν παραπάνω για φαινομενικά βιώσιμες επιλογές. Αυτό, όμως, καθιστά ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη οι ισχυρισμοί αυτοί να είναι αληθείς και αποδεδειγμένοι, ώστε να μην υπονομεύεται η εμπιστοσύνη του κοινού.
Παρόμοιες προσπάθειες καταβάλλονται και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπου το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει εγκρίνει την Οδηγία για την Πράσινη Μετάβαση των Καταναλωτών. Αυτή θέτει περιορισμούς σε ασαφείς και αναπόδεικτους ισχυρισμούς περιβαλλοντικής βιωσιμότητας και απαγορεύει την εμφάνιση μη αξιόπιστων λογότυπων στις ετικέτες. Αν και δεν δίνει στις αρχές τα ίδια άμεσα εκτελεστικά εργαλεία που αποκτά η CMA, σηματοδοτεί και στην Ευρώπη μια αλλαγή στάσης απέναντι στη διαφάνεια και την ειλικρίνεια στους ισχυρισμούς βιωσιμότητας.
Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Οργάνωση Καταναλωτών τονίζει ότι ο στόχος δεν είναι να τιμωρηθούν αδιάκριτα όλες οι επιχειρήσεις. Το ζητούμενο είναι να αποθαρρυνθούν όσοι εκμεταλλεύονται τη «μόδα» της βιωσιμότητας και να επιβραβευτούν εκείνοι που κάνουν πραγματική προσπάθεια να μειώσουν το περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα.