Η εμπορική σύγκρουση ΗΠΑ-Κίνας εγείρει ανησυχίες για την ασφάλεια και την επιβίωση των μικρών επιχειρήσεων.
Οι πρόσφατες αποφάσεις της αμερικανικής κυβέρνησης για επιβολή νέων δασμών, με αιχμή τα κινεζικά προϊόντα, επηρεάζουν αισθητά την αγορά εξειδικευμένων τροφίμων. Ιδιαίτερα ευάλωτες εμφανίζονται οι μικρές επιχειρήσεις που εισάγουν πολιτισμικά σημαντικά προϊόντα όπως η σάλτσα σόγιας, καθώς το αυξημένο κόστος απειλεί να περιορίσει τη δυνατότητά τους να τηρούν τις απαιτήσεις ασφάλειας.
Η απόφαση της διοίκησης Τραμπ στις 9 Απριλίου να διατηρήσει υψηλούς δασμούς 125% στις εισαγωγές από την Κίνα έρχεται παράλληλα με μια προσωρινή αναστολή δασμών για χώρες όπως το Βιετνάμ, η Ταϊλάνδη και οι Φιλιππίνες. Η διάρκεια της αναστολής είναι μόλις 90 ημέρες και συνοδεύεται από έναν βασικό δασμό 10%, αφήνοντας ασαφές το πώς θα εξελιχθεί η πολιτική μετά το πέρας αυτής της περιόδου.

Το επιχείρημα της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση ενός ετήσιου εμπορικού ελλείμματος που ξεπερνά το 1 τρισεκατομμύριο δολάρια δεν καθησυχάζει τους ειδικούς. Αντιθέτως, οι δασμοί και τα κινεζικά αντίποινα εντείνουν τους φόβους για αλυσιδωτές επιπτώσεις στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού.
Αυτή η εξέλιξη αφορά ιδιαίτερα τα μεταναστευτικά νοικοκυριά και τους λάτρεις των ασιατικών κουζινών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι αυξήσεις τιμών πλήττουν προϊόντα που δεν είναι απλώς τρόφιμα, αλλά βασικά στοιχεία πολιτιστικής ταυτότητας και καθημερινής διατροφής.
Την ίδια ώρα, οι δασμολογικές πιέσεις επανενεργοποιούν ανησυχίες για την ασφάλεια των εισαγόμενων προϊόντων. Ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA) έχει τη δυνατότητα να επιθεωρεί μόλις το 1-2% των εισαγωγών, ενώ οι μικροί εισαγωγείς αδυνατούν συχνά να επενδύσουν σε ελέγχους ποιότητας και εξειδικευμένα πρωτόκολλα ασφάλειας. Ιδιαίτερα οι ζυμωμένες σάλτσες, όπως η σάλτσα σόγιας ή η κορεάτικη γκοτσουτζάνγκ, απαιτούν αυστηρό χειρισμό λόγω κινδύνων επιμόλυνσης από βακτήρια όπως ο Bacillus cereus, σύμφωνα με επιστημονικές μελέτες.
Ο προϋπολογισμός του FDA για επιθεωρήσεις δεν επαρκεί για να καλύψει τον όγκο του παγκόσμιου εμπορίου. Το αποτέλεσμα είναι η ύπαρξη σοβαρών κενών εποπτείας που καθιστούν το σύστημα επιρρεπές σε κινδύνους. Παράλληλα, δεν έχουν προταθεί εξαιρέσεις για είδη διατροφής πολιτισμικής σημασίας, αφήνοντας άλυτο το πρόβλημα της προσβασιμότητας. Οι καταναλωτές μπορούν να αναζητούν ενδείξεις προέλευσης και πιστοποιήσεις ποιότητας όπως το ISO 22000, αλλά αυτά δεν υποκαθιστούν τους κρατικούς ελέγχους.