Επιστήμονες εντοπίζουν το γονίδιο-κλειδί για την απορρόφηση της κουεοσίνης, του ζωτικού μορίου που συνδέει τη διατροφή, το μικροβίωμα και τη γονιδιακή ρύθμιση
Μια από τις πιο θεμελιώδεις, αλλά ταυτόχρονα παραγνωρισμένες λειτουργίες του ανθρώπινου σώματος αφορά το πώς απορροφούμε τα θρεπτικά συστατικά που δεν μπορούμε να παράγουμε μόνοι μας. Ανάμεσά τους βρίσκεται η κουεοσίνη, μια ουσία απαραίτητη για την υγεία του εγκεφάλου, τον μεταβολισμό και την προστασία από ασθένειες όπως ο καρκίνος. Παρότι η σημασία της είναι τεράστια, ο τρόπος με τον οποίο εισέρχεται στα κύτταρα του οργανισμού μας παρέμενε άγνωστος για δεκαετίες.
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ | «Δίαιτα με ζάχαρη»: Άλλη μια επικίνδυνη μόδα ή το νέο όπλο για απώλεια βάρους;
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ | Οι μπύρες από ρύζι κερδίζουν έδαφος στις προτιμήσεις των καταναλωτών
Τώρα, μια διεθνής ερευνητική ομάδα από το Trinity College του Δουβλίνου και το Πανεπιστήμιο της Φλόριντα εντοπίζει το κρίσιμο γονίδιο που επιτρέπει στον οργανισμό να απορροφά αυτή την ουσία. Η ανακάλυψη δημοσιεύθηκε στο έγκριτο περιοδικό Proceedings of the National Academy of Sciences (PNAS) και ανοίγει νέους ορίζοντες για τη μελέτη της ανθρώπινης βιολογίας, καθώς και για τη δημιουργία καινοτόμων θεραπειών.
Τι είναι η κουεοσίνη
Η κουεοσίνη ανακαλύφθηκε αρχικά τη δεκαετία του 1970, ωστόσο η σημασία της για την ανθρώπινη υγεία αγνοούνταν για χρόνια. Πρόκειται για ένα μικροσκοπικό μόριο παρόμοιο με τις βιταμίνες, το οποίο ο ανθρώπινος οργανισμός δεν μπορεί να συνθέσει από μόνος του. Η λήψη του γίνεται μέσω της διατροφής και των ευεργετικών βακτηρίων του εντέρου.
Παρότι θεωρείται κρίσιμη για τη σωστή λειτουργία του εγκεφάλου, την αντίδραση στο στρες, ακόμη και την καταστολή του καρκίνου, οι επιστήμονες δεν είχαν μέχρι σήμερα καταφέρει να εξηγήσουν πώς το σώμα την απορροφά και τη διανέμει στα κύτταρα.
Το ερευνητικό επίτευγμα συνίσταται στον εντοπισμό του γονιδίου SLC35F2, το οποίο λειτουργεί ως «μεταφορέας» της κουεοσίνης στον οργανισμό. Είναι ο πρώτος γνωστός μηχανισμός μεταφοράς του μορίου αυτού στα ανθρώπινα κύτταρα, και παίζει καθοριστικό ρόλο στην τροποποίηση του μεταφορικού RNA – μιας κρίσιμης διαδικασίας που επιτρέπει στον οργανισμό να μεταφράζει το DNA σε πρωτεΐνες.
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ | General Mills και Kraft Heinz αποσύρουν τις τεχνητές χρωστικές από την αγορά των ΗΠΑ
Ο καθηγητής Vincent Kelly, κύριος συγγραφέας της μελέτης εξηγεί: «Γνωρίζαμε εδώ και καιρό τον ρόλο της κουεοσίνης σε σημαντικές βιολογικές διαδικασίες, αλλά μας έλειπε το πώς φτάνει εκεί που χρειάζεται. Τώρα μπορούμε να αρχίσουμε να μελετούμε πιο ουσιαστικά την επίδρασή της στην υγεία και την πρόληψη ασθενειών».
Η ανακάλυψη έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς συνδέει τη διατροφή, το μικροβίωμα και την επιγενετική ρύθμιση. Σύμφωνα με τους ερευνητές, η κουεοσίνη λειτουργεί σαν ένα «διατροφικό διακόπτη» που ρυθμίζει με ακρίβεια τον τρόπο με τον οποίο το σώμα διαβάζει και εκφράζει τα γονίδιά του. Η καθηγήτρια Valérie de Crécy-Lagard, συν-επικεφαλής της μελέτης δήλωσε: «Εδώ και 30 χρόνια υποπτευόμασταν την ύπαρξη ενός μεταφορέα για αυτό το μόριο, αλλά κανείς δεν μπορούσε να τον εντοπίσει. Τώρα που το βρήκαμε, ανοίγεται ένα εντελώς νέο κεφάλαιο στην κατανόηση της σχέσης μεταξύ μικροβιώματος, διατροφής και γονιδιακής μετάφρασης».
Το γεγονός ότι το γονίδιο SLC35F2 διατηρείται εξελικτικά σε μεγάλο φάσμα ζωντανών οργανισμών, υποδηλώνει ότι πρόκειται για ένα θεμελιώδες στοιχείο της ζωής. Επιπλέον, είχε ήδη μελετηθεί στο παρελθόν στο πλαίσιο της κυτταρικής εισόδου ορισμένων ιών και φαρμάκων κατά του καρκίνου, χωρίς όμως να είναι γνωστή η φυσιολογική του λειτουργία σε υγιή κύτταρα.
Η νέα αυτή γνώση μπορεί να αποτελέσει τη βάση για καινοτόμες θεραπείες, που θα αξιοποιούν τον ρόλο της κουεοσίνης για την ενίσχυση της μνήμης, της γνωσιακής λειτουργίας, αλλά και για την πρόληψη ή την αντιμετώπιση χρόνιων παθήσεων όπως ο καρκίνος.